Caprichos
Στην μεθόριο μεταξύ μουσικότητας και θορύβου, μια τρομπέτα συναντά τα σύνθια και μια Αργεντίνα έναν Αμερικάνο. Τι συνέβη μετά στον δίσκο περιγράφει και αξιολογεί ο Χάρης Συμβουλίδης
Ηλεκτρονικά, ενισχυμένη τρομπέτα, απρόβλεπτες διαδρομές.
Αυτά είναι τα θεμελιώδη δομικά στοιχεία του Caprichos, το οποίο κυκλοφόρησε τόσο ψηφιακά, όσο και φυσικά (σε 75 κασέτες), φιλοξενώντας 9 κομμάτια αυτοσχεδιαστικώς αποσταγμένα από την Αργεντίνα Cecilia Lopez και τον Αμερικανό Joe Moffett. Δύο καλλιτέχνες που έχουν ξαναδουλέψει μαζί, με σταθερή τους έδρα τη Νέα Υόρκη. Οπότε ξεκινούν απλά με μια συμφωνία ως προς τη γενική πλεύση του κοινού τους εγχειρήματος, πριν θέσουν την τρομπέτα (ο Moffett) και τα synths (η Lopez) στην υπηρεσία του αιφνιδιασμού.
Η Tripticks Tapes τοποθετεί το άλμπουμ στα «πειραματικά», αλλά η σημερινή κριτική δεν γίνεται να αρκεστεί σε κάτι τόσο ἥξεις ἀφήξεις: η λέξη έχει γνωρίσει τόση κακοχρησία, ώστε είναι ζήτημα αν περιγράφει πια κάτι. Περισσότερο νόημα έχει λοιπόν η ένταξη του Caprichos στη δισκογραφία που στοχάζεται πάνω στα όρια μουσικότητας και θορύβου. Εκεί ανήκει το ρευστό μικροσύμπαν που αρθρώνουν εδώ οι Lopez & Moffett, οι οποίοι –όντας καλοί ομαδικοί παίκτες– βρίσκουν τρόπους να κρατούν την περιέργειά σου σε εγρήγορση. Με την προϋπόθεση βέβαια της απερίσπαστης ακρόασης και της προσεκτικής εστίασης στις μικρολεπτομέρειες, που αναδεικνύουν στιγμές σαν τα "Minor Ruination", "Nervous Membranes", "Luz Verde" και "Criptonita" ως τα πιο συμπυκνωμένα παραδείγματα των όσων φιλοδοξούν να πετύχουν.
Τώρα, ο Τύπος που ασχολείται με την avant-garde δημιουργία έχει πολλάκις θριαμβολογήσει και με λιγότερα από όσα συμβαίνουν εδώ, ακολουθώντας τη γενικότερη τάση γαλαντόμου χαϊδολογήματος που έχει επικρατήσει διεθνώς σε περιοδικά και sites. Και πάλι, εντούτοις, οφείλουμε να διαχωρίσουμε θέσεις και προτεραιότητες και να ρωτήσουμε: αρκούν τέτοιες παρατηρήσεις περί ύφους και αποτελεσματικότητας, ώστε να ξεχωρίσει ως αξιοσημείωτη μια δουλειά του 2021 που έρχεται να ενταχθεί σε δεκαετίες δισκογραφικής παραγωγής με συναφείς ανησυχίες; Η απάντηση, φυσικά, είναι αρνητική. Όχι μόνο στη θεωρία, μα και στην πράξη, αφού η Lopez με τον Moffett δεν σταματούν στην επίτευξη μιας ιντριγκαδόρικης ρευστότητας.
Η άστατη παρέλαση συνθεσάιζερ εντάσεων, πνευστών ξεσπασμάτων, ηλεκτρονικών παράσιτων και μικροθορύβων με «κοκκώδη» υφή που χαρακτηρίζουν το Caprichos δεν συνιστούν απλά κολάζ ήχων, βαλμένα σε έναν καμβά εξερευνητικών διαθέσεων. Μέσω αυτών, οι Lopez & Moffett επιδιώκουν να ξανοίξουν νοερό χώρο ανάμεσα στην τρομπέτα και στα synths, στον οποίον ο ήχος πρώτα θα προσδιοριστεί ως οντότητα «γεννημένη» από τον διάλογο τούτων των επιμέρους στοιχείων και ύστερα θα δοκιμάσει τα όρια της αισθητικής του συμπεριφοράς με φιλτραρίσματα, συμπλεύσεις ή και ανοιχτές συγκρούσεις: ανά περιστάσεις, ας πούμε, ακούμε τα synths να εφορμούν στην τρομπέτα, προσπαθώντας να την αποδομήσουν. Υπέρτατος στόχος, ασφαλώς, είναι να φανεί αν (και κατά πόσο) μπορεί να προκύψει ένα μουσικό αποτέλεσμα.
Όπως βέβαια και γενικότερα στη μοντέρνα τέχνη, το ερώτημα αυτό δεν επιδέχεται οριστικής και ξεκάθαρης απάντησης: αφήνεται στον αποδέκτη, με το «ταξίδι» προς τα εκεί να πριμοδοτείται ως ισάξιας ή και μεγαλύτερης σημασίας, ακριβώς όπως το έχει θέσει και η Ιθάκη του Κωνσταντίνου Καβάφη. Προσωπικά, πάντως, αν και ευχαριστήθηκα τη διαδρομή, θα έλεγα ότι το Caprichos δεν αποτυπώνει πάντα με πειθώ όσα το απασχολούν· ως εκ τούτου, δεν φτάνει πολύ μακριά. Ωστόσο, έστω και με μια avant-garde προσέγγιση στην έννοια της μουσικότητας, διανύει ικανοποιητική απόσταση προς τα εκεί. Και μάλιστα με τρόπους αρκετά ευφάνταστους.