Urban Vamp / Έγχρωμο Γάλα
Ξεχασμένα (υπο)κεφάλαια από την ιστορία του ελληνικού underground (επανα)διεκδικούν τη θέση τους. Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
Να πω την αμαρτία μου ψιλοβαριέμαι τα “underground” ‘80s στην Ελλάδα. Όλα αυτά τα περίπου new wave, ψιλοελέκτρο, ολίγον τι παγωμένα και σκοτεινά, ολίγον τι σοβαροφανή και αδικημένα. Ντάξει δεν είναι του πεταματού όλα, αλλά εγώ θα ζήσω και χωρίς αυτά. Υπάρχουν βέβαια ειδικές εξαιρέσεις. Λίγες. Διότι δεν υπάρχει κακό είδος μουσικής (να το λέμε συχνά αυτό), αν κάποιος θέλει να δουλέψει σοβαρά θα επιτύχει ένα αντίστοιχα σοβαρό αποτέλεσμα οπουδήποτε. Η μία και πιθανόν ασυναγώνιστη τέτοια εξαίρεση είναι οι Ψυγείο-Ψυγείο αλλά εδώ δε θα μιλήσουμε γι’ αυτούς αλλά για μια άλλη ειδική εξαίρεση, τους αδελφούς Μπουλουχτσή και τον Αντώνη Λιβιεράτο ή αλλιώς Κεφάλαιο 24.
Συνεχίζουν βέβαια να παίζουν μουσική και σήμερα οι κύριοι αυτοί (οι σοβαροί καλλιτέχνες σπάνια σταματούν), όμως προηγήθηκε πέρσι το πρώτο μέρος, για το οποίο έγραψα επίσης, μιας σειράς εκδόσεων από το παρελθόν αυτής της παρέας. Ηχογραφήσεις δηλαδή μάλλον ξεχασμένες που κατά τη γνώμη των δημιουργών αξίζει να μη μείνουν στην αφάνεια. Ακούγοντας αυτό το πρώτο μέρος με μουσική του Περικλή Μπουλουχτσή, συμφωνώ ότι όντως άξιζε την προσοχή των σημερινών ακροατών οπότε η συνέχεια είναι οπωσδήποτε ευπρόσδεκτη. Και είναι δύο συνέχειες σε μία. Η μία είναι το “Urban Vamp” σόλο project του Βαγγέλη Μπουλουχτσή που εκδίδεται τώρα για πρώτη φορά και η άλλη είναι το «Έγχρωμο Γάλα» του Αντώνη Λιβιεράτου το οποίο είχει πρωτοκυκλοφορήσει τότε σε κασσέτα. Μαζί σε ένα πολύ ωραίο από άποψη αισθητικής διπλό cd.
Ο Βαγγέλης Μπουλουχτσής στο Urban Vamp ακολουθεί χωρίς μεγάλη απόκλιση αυτό το new wave μοτίβο της εποχής. Όμως ξεχωρίζει. Και ξεχωρίζει γιατί δεν πέφτει στην παγίδα της παθητικότητας, κάτι που παθαίνουν οι περισσότεροι που ακολουθούν ένα (όποιο) στυλ. Το ακολουθεί μεν ο Βαγγέλης (ασχέτως αν το κάνει επί τούτου ή όχι) αλλά τον υπηρετεί αυτό και όχι το αντίστροφο. Ο Μπουλουχτσής γράφει μουσική που την πιστεύει καταρχήν ο ίδιος. Δεν θέλει ούτε να κολακέψει κανέναν ούτε πρωταρχικός του στόχος είναι να κερδίσει κάτι (χειροπιαστό) μέσα από αυτήν. Γράφει γιατί είναι καλλιτέχνης. Τα τραγούδια του από την πρώτη στιγμή σε «πιάνουν» γιατί είναι δουλεμένα και προσεγμένα. Αναγνωρίζεις καταρχήν μια λεπτή σκοτεινιά (αλλιώς τι new wave θα ήταν, φωτεινό; όχι δα...) που προκύπτει φυσικά κατευθείαν από τον ψυχισμό του καλλιτέχνη, δεν είναι επίπλαστη ούτε προκάτ, ούτε δήθεν. Ακόμα κι όταν αλλοιώνονται τα φωνητικά με εφφέ, εξυπηρετούν τη σύνθεση. Οδηγούν το προϊόν σε έναν από τους στόχους, σε έναν ιδιαίτερο απόκοσμο χώρο. Ο χώρος-τόπος του επέκεινα είναι αγαπημένος του Μπουλουχτσή (με έναν όχι απαραίτητα περιγραφικό τρόπο) και απ’ ότι φαίνεται βρίσκει πάντα τους τρόπους φαντασιακά να τον εφευρίσκει από την αρχή.
Στο «Έγχρωμο Γάλα» του Αντώνη Λιβιεράτου που είχε κυκλοφορήσει στα 80s σε κασσέτα συναντούμε πάλι το βαρύ ηχητικά κλίμα του καιρού εκείνου αλλά το new wave είναι πια μόνο ένας απόηχος. Μια αφετηρία μακρινή. Ο Λιβιεράτος «παίζει» περισσότερο με τα εργαλεία του και αναδεικνύει τα πιο αφαιρετικά και δημιουργικά χαρακτηριστικά της τραγουδοποιίας του που περιέχει σε φάσεις και αρκετά διακριτικά, ίχνη από τα glam 70s. Ο πειραματισμός, χωρίς να απεμπολείται η rock ταυτότητα, είναι πιο διακριτός και οπωσδήποτε συνειδητός.
Ακούγονται γνώριμα όλα αυτά σήμερα. Χωνεμένα από όσους ενδιαφερθούν. Τότε όμως, στα 80s; Μάλλον απλησίαστα για τους περισσότερους. Πολύ παράξενα και δύστροπα, ειδικά για το ελληνικό κοινό. Όχι ότι τώρα τα υποδέχονται με ανοιχτές αγκάλες, αλλά τότε ήταν πρωτόγνωρα. Ας προσπαθήσουμε να φαντασιωθούμε ότι ζούμε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και ακούμε μια τέτοια κασσέτα. Σοκ και δέος. Και είναι ωραίο αυτό το αίσθημα αλλά τώρα μπορούμε να ακούσουμε πιο ψύχραιμα και ώριμα και αυτή είναι η μεγάλη αξία των επανεκδόσεων. Ουσιαστικά ακούμε ένα άλλο έργο, χωνεμένο στην ιστορία.