Μία επιληπτική βαρεμάρα επικρατεί εδώ και μία πενταετία τουλάχιστον, άμα τη κυκλοφορία του εκάστοτε νέου άλμπουμ των Chemical Brothers. Η επιβεβαίωση αυτής, άμεσα μετά την κυκλοφορία και ακρόασή του, αποτελεί ομοίως θεσμό. Η συμμετοχή κάθε εκάστη του πλέον εξέχοντος μέλους της τρέχουσας brit-pop επικαιρότητας έχει καταντήσει πλέον τυπικό μουσικόφιλο στοίχημα (εδώ κέρδισε όποιος έπαιξε Klaxons). Από κοντά και εις τετραπληγικός, ψυχοτροπικός, low-profile και εσωτεριστής φλώρος/ γεροντοκόρη για την afterhours μελαγχολική στιγμή του δίσκου (ο Willy Mason είναι περιέργως πιο κλαψιάρης και από την Beth Orton). Πέραν τούτων, κανείς δεν περιμένει τίποτε άλλο από χίπικη electronica, fusion πρακτικές σε βαθμό αναγούλας και τεχνικές μείγματος που ξεκινούν από τους Cabaret Voltaire και καταλήγουν στα mid-90s δικά τους επιτεύγματα, από τα οποία αρνούνται να προχωρήσουν μισό βήμα.
Το 2002 τους βρήκε εν μέσω μιας γενικώς ανυπόληπτης electronica σκηνής που βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο στην παρακμή των late 90s, ενώ το Push The Button του 2005 ήταν ούτως ή άλλως "αστείο" αισθητικά και ιδεολογικά, για να διεκδικήσουν με αυτό την οριστικά χαμένη αρχηγία τους. Το καλοκαίρι του 2007 τους βρίσκει να ασθμαίνουν πίσω από ονόματα όπως οι Justice, Simian Mobile Disco, Digitalism κ.α. που έχουν εξελίξει το indie electronica υβρίδιο, που εγκαινιάστηκε από τους Chemicals στα 90s, σε βαθμό που είναι πρακτικά αδύνατο να παρακολουθηθεί από υπερόπτες βετεράνους.
Όχι ότι οι Rowlands και Simmons αρνούνται να παρακολουθήσουν τη μουσική του σήμερα. Κάθε άλλο θα έλεγα. Απλά παρακολουθούν τη λάθος μουσική του σήμερα. Με το All Rights Reserved να μετατρέπει τους Klaxons για σχεδόν πέντε λεπτά στο punk electronica act, που οι ίδιοι επεδίωξαν αλλά δεν πλησίασαν με τις δικές τους συνθέσεις, στήνεται χωρίς δυσκολία ένα ικανό dance rock anthem. Παραγωγή πέραν κάθε φαντασίας και ικανό chorus-driven ξεσάλωμα για μία νέα χημική γενιά (με μειωμένες όμως αντοχές). Τα ακριβώς αντίθετα για το Burst Generator που ακούγεται όσο παρωχημένο ακούγεται τόσα χρόνια μετά τη δημιουργία του το Block Rockin' Beats σε ένα Dj Set του Laurent Garnier. Και αυτό το κόλπο πια με τις "μηχανές" που μαρσάρουν μέχρι εξαντλήσεως για να σε επαναφέρουν σε ένα dancefloor γεμάτο bleeps, ηχητικά εφέ από το space invaders και αναλογικά drum machines που αναμοχλεύουν τα νοσταλγικά σου κύτταρα, πόσες φορές ακόμη θα επαναληφθεί; Τούτο είναι το αιώνιο τραγούδι των Chemical Brothers και το έχουμε βαρεθεί αφάνταστα!
Το Salmon Dance από μόνο του ρίχνει μιάμιση ολόκληρη μονάδα τη συνολική βαθμολογία του δίσκου. Απούσης κάθε ψυχεδελικής υποψίας, με υποτιθέμενο old school attitude και μέχρι αηδίας ανούσιο rhyming είναι κάτι σαν το Yakety Yak και τη γιάνκα της electronica σε συσκευασία του ενός... και πρέπει να είσαι πολύ άρρωστο μυαλό για να θεωρήσεις ότι κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο. Παρακάτω, άρχισε και πάλι το Burst Generator και εκνευρίστηκα αφάνταστα...
Ο Willy Mason είχε κάνει δειλά δειλά την εμφάνισή του στην παντελώς αδιάφορη έναρξη του δίσκου. Λίγο πριν το τέλος καταφέρνει και μετατρέπει το Battle Scars από παρ' ολίγον ομοίως αδιάφορο σε οριστικά ανυπόφορο: δε χορεύεται, δεν τραγουδιέται, δε συγκινεί, δεν ξεσηκώνει, δεν απογειώνεται, δεν κινείται υπογείως για να σε ταράξει. Σε απλό γραμμικό tempo κυλάει και αναπαράγει ανόητα κλισέ μιμούμενο τη "συνθηματολογική" electronica που κάποτε οι Chemicals την έπαιζαν στα δάχτυλα. Το Harpoons είναι σαν να μην υπάρχει (καθόσον δεν γίνεται σχεδόν τίποτε για δυόμισι λεπτά) και τα πάντα έρχονται να ισοπεδωθούν με το The Pills Won't Help You.
Σε αυτό το βεβιασμένα απολογητικό και μελωδικά απόλυτα ημιτελές τραγούδι είναι που φαίνεται πια ξεκάθαρα η ειδοποιός διαφορά των Chemical Brothers των late 00s με αυτών της πρώτης ένδοξης πενταετίας: έχουν πάψει πλέον να είναι εκλεκτικοί και επιλέγουν να είναι ασύδοτα πολυσυλλεκτικοί στην προσπάθειά τους να μη χάσουν το περιβόητο "πνεύμα των καιρών". Από το αξιοπρεπές "κτίσιμο" μιας new rave καρικατούρας όμως μέχρι το δήθεν σοφιστικέ κλείσιμο ενός mid-tempo ψυχεδελικού ξενερώματος, που ούτε ως b-side δεν θα αποδέχονταν οι οπαδοί των "καλών" Primal Scream, είναι απόλυτα σίγουρο ότι κάπου θα την πατήσεις. Και το πάλαι ποτέ χημικό ντουέτο την πατάει υπερβολικά πολλές φορές στη διάρκεια του We Are The Night για να του χαριστούμε και πάλι προς τιμή του ένδοξου παρελθόντος...
We Are... βαθιά νυχτωμένοι... (θα ήταν πιο ταιριαστός τίτλος!). Γιατί συνέχεια επανέρχεται στο δίσκο αυτό το άθλιο το Burst Generator ρε γαμώτο;