Πίσω από το ψευδώνυμο που θυμίζει latin σαπουνόπερα, σε ρόλο επικαιροποιημένης Nico (το είπα εξαρχής και καθάρισα, δεν το επαναλαμβάνω μέχρι τέλους, όσοι-όσες πιστοί της παραπάνω "Ιέρειας του Ροκ" κατά τα κλισέ, αργά ή γρήγορα θα προσέλθετε άλλωστε), βρίσκεται η ικανότατη Alice Dourlen, την οποία το πιθανότερο είναι να μην είχαμε γνωρίσει ποτέ μέσα από το project των Woodoo Mount Sister, αλλά στη μουσική ποτέ δεν είναι αργά, μην ακούτε τις φήμες περί του αντιθέτου.
Ο χαρακτηρισμός minimal σε όλη τη διάρκεια του δίσκου διαψεύδεται ως εξής:
- απόλυτα από την ποσότητα, αλλά όχι και τη διαφοροποιημένη ποιότητα, των συναισθημάτων
- σχετικά από την εξέλιξη των συνθέσεων
- ελάχιστα από την ενορχηστρωτική διάθεση απέναντι τους
- καθόλου από την επιλογή των ηχητικών δρόμων για να εκφραστούν τα παραπάνω.
Με τις εν λόγω σωστές αναλογίες το λοιπόν, τα Skeleton και Gloves And Tie, που σε άλλες εποχές θα τράβαγαν το ζόρι των πρώτων singles, διαπνέονται από δύο για το καθένα και εξίσου ισχυρές μελωδίες, που σχεδόν αποφεύγουν να συναντηθούν, επιτείνοντας πράγματι τον κλειστοφοβικό άνεμο που πνέει σε όλη τη διάρκεια. Το εξαιρετικό A Man In A Street (κορυφαία στιγμή του δίσκου) είναι πλήρης απόδειξη περί του ότι η ασθενικά όμορφη (αν διακρίνω καλά...) Alice κατέχει την τέχνη του ατόφια σπουδαίου τραγουδιού περισσότερο από ένστικτο, παρά ως αποτέλεσμα προσπάθειας και δεν τη θυσιάζει σε μεγαλοϊδεατισμούς, αλλά ορθά την προσφέρει στην εξαντλητική ενασχόληση με την καθημερινότητα, που είναι και αυτό που "πονάει" περισσότερο τον καθένα στην τελική (όσο άσχημο και αν ακούγεται κάτι τέτοιο ως συμπέρασμα-στάση ζωής).
Η ερμηνευτική της άποψη, παρότι αναπόφευκτα παραμένει εξαρτώμενη με τα ονόματα αναφοράς, σε κανένα σημείο δεν αφήνει υποψία όχι τυχόν επιτήδευσης, αλλά ακόμη και καλώς εννοούμενης θεατρικότητας. Ο ήχος της είναι ένας συνδυασμός από ξερά κρουστά, που καθοδηγούν την ατμόσφαιρα, τα κρυμμένα σύνθια είναι όμως που σου κάνουν τη ζημιά. Και ό, τι άλλο ακούγεται καλοδεχούμενο και σωστά υποκουρδισμένο. Τα θέματα στα οποία αναφέρεται είναι -επαναλαμβάνω- απλά και καθημερινά και άπαντα μεταφέρονται στον ακροατή με βιωμένη πίστη, όπερ και το σπουδαιότερον με τέτοιου είδους ακούσματα, που πρώτα απευθύνονται στο θυμικό του καθενός και έπειτα δεν χρειάζεται να απευθυνθούν κάπου αλλού. Όχι σε αυτές τις... κτηνώδεις επιθυμίες, στις οποίες αποπειράθηκε να απευθυνθεί η Chelsea Wolfe, αλλά απροειδοποίητα έκανε πίσω, αφήνοντας μας ξεκρέμαστους, αλλά σε πιο οικεία, ίσως όχι λιγότερα επικίνδυνα όμως, μονοπάτια.
Η Shelter Press, που κυκλοφορεί το δίσκο σε 500 βινύλια (και τον στρημάρει ελεύθερα σε 500 σημεία του διαδικτύου) είναι ένα label και εκδοτικός οίκος από το Βέλγιο, με ενδιαφέρονται πράγματα γύρω από μία αορίστως drone άποψη περί τέχνης και ήχου γενικότερα, που πάντως στην περίπτωση του δεύτερου, για πρώτη φορά αποκτά υπόσταση ικανή να αποσπάσει πράγματι το ενδιαφέρον από την αυταξία της μορφής και να το μετατοπίσει στην μόνη ειλικρινή, που είναι αυτή της ουσίας.
Η υψηλή βαθμολογία που ακολουθεί αφορά έναν δίσκο που είναι απόλυτα βέβαιο ότι θα γοητεύσει ανεπανόρθωτα οποιονδήποτε ασχοληθεί μαζί του έχοντας οριοθετήσει κάθε απαραίτητη συνισταμένη, χωρίς να εξετάζεται αν θα προσφέρει έστω και ελάχιστα στην όποια εξέλιξη της μουσικής, ή έστω αν θα φέρει συγκινήσεις μαζικές, στο βαθμό που θεωρείται κάτι τέτοιο απαραίτητο τέλος πάντων. Ξαφνικά έχω μια όρεξη να ακούσω κάτι που δεν θα μου αρέσει καθόλου...