Αδυσώπητης μετριότητας ημεδαπό (ως προς την καταγωγή των δημιουργών του και τα λοιπά εξωτερικά της μουσικής στοιχεία) ροκ άλμπουμ, που αιθεροβατεί στα απόνερα της ψυχεδέλειας, αλλά στην πράξη και στο τέλος της ακρόασης (εν προκειμένω ήταν και πολλές, γιατί κάθε τόσο κάτι... περίμενα) τσαλαβουτάει μόνο, χωρίς ποτέ να βυθιστεί ή πολύ περισσότερο να βυθίσει τους υποψήφιους ακροατές στις αρετές της.
Αυτό ασφαλώς, η μανία με την ψυχεδέλεια δηλαδή, δεν είναι δα και κανένα μειονέκτημα. Ίσα ίσα, στις ηχητικές ημέρες που ζούμε, ακόμη και όσοι δεν ενηλικιωθήκαμε μουσικά υπό τις οδηγίες της, αλλά πάντως ολοένα και την πλησιάζουμε, έστω και με επιφύλαξη, θα έπρεπε να είναι προτέρημα ή έστω θεωρητικό πλεονέκτημα, για να μην είμαστε και υπερβολικοί στις προσδοκίες μας. Ψυχεδελίζοντα τα περισσότερα γύρω μας, ψυχεδελικά ελάχιστα, έχω την αίσθηση.
Η ψυχεδέλεια όμως, ως ιδιόμορφο, αλλά και θεμιτά αυθαίρετο ροκ παρακλάδι, που πάει και κολλάει παντού και πάντα (σκέτη, γκαραζοψυχεδέλεια, πανκοψυχεδέλεια κ.λ.π.) είναι κοινά αποδεκτό πως όταν συνδυάζεται με την έλλειψη ή ακόμη και την ανικανότητα για στοιχειώδη συνθετική επάρκεια, τότε εκθέτει ανεπανόρθωτα όσους την προσπαθούν, έστω και με καλές προθέσεις. Βασικά η συνθετική ανεπάρκεια εκθέτει ακόμη και αυτούς που επιδίδονται στο gabba techno, αλλά εκεί είναι αλήθεια έστω και μισό σωστό beat μπορεί να σώσει πρόσκαιρα. Όταν όμως κατά νου έχεις την ολιστική παράνοια του Syd Barrett και καταλήγουν τα τραγούδια σου να ακούγονται σαν σοβαροφανείς εκδοχές σκόρπιων μονολόγων του Jim Morrison, τότε τι να σωθεί και πώς;
(Δεν) θα θυμάστε ίσως ένα στριπάκι της Μαφάλντας στο οποίο ο δαιμόνιος μπακαλόγατος Μανολίτο ρίχνει κατά λάθος κάτι σαν γράσο στο ταψί με τα αμυγδαλωτά. Η αμέσως επόμενη κίνηση του είναι να αυξήσει την τιμή τους, σε σχέση με το διπλανό άθικτο ταψί, και να τα βαπτίσει ως ‘ψυχεδελικα’, ενώ αυτά στο άθικτο παρέμειναν ‘απλά’. Ε περίπου έτσι έχουν τα πράγματα και εδώ πέρα.
Οι Chickn ξεκινάνε τον δίσκο τους με περισσή αμηχανία και από την αρχή φαίνεται, ακούγεται και δεν κρύβεται το ότι δεν έχουν και πολλά πράγματα να πουν, καθώς υποχρεώνονται να βαπτίσουν το δικό τους Tribe, όπως τότε που ο Jon Spencer ξέμενε από στίχους και έκραζε χωρίς νόημα ξανά και ξανά και ξανά μανά το όνομα των Blues Explosion, μπας και ξεχαστούμε και νομίζουμε ότι ακούμε Cramps (που τέτοια τύχη). Το αμέσως επόμενο τραγούδι, το Omens δηλαδή, είναι μόλις το δεύτερο του δίσκου και τρία λεπτά αφότου έχει ξεκινήσει έχεις την εντύπωση ότι άκουγες με βασανιστικά αργό τρόπο και για 2-2,5 ώρες γεμάτες, το μεθεπόμενο άλμπουμ των Black Angels, που ήδη είμαστε όλοι σίγουροι ότι θα είναι ακόμη πιο μέτριο και από το επόμενο.
ΟΚ. Υπάρχει μία σωστή παραγωγή. Πιθανόν μία πολύ καλή παραγωγή, για ελληνικά δεδομένα, κατά το στερεότυπο. Ακόμη πιθανότερο μια παραγωγή που θα ζήλευαν αισθητικά ομόδοξες μπάντες της αλλοδαπής, αν θέλουμε να γίνουμε ακόμη πιο ακριβείς στους λόγους για τους οποίους σε κάθε επόμενο τραγούδι το άλμπουμ ακούγεται ακόμη πιο αδιάφορο, ενώ σε σημεία αυτού είναι ανούσια οικείο, έστω και αν κανείς δεν έχει σοβαρή προϋπηρεσία σε τουλάχιστον 8 από τα 10 ονόματα με τα οποία συνδυάζεται δικαίως ή αδίκως αυτό των Chickn.
Τα τραγούδια των Chickn (γιατί επιπλέον των παραπάνω, η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε ικανής ροής στον δίσκο, όπως ορθά επισημαίνεται και από όσους τα αποτιμούν θετικά, καθιστά άστοχο το να τα αντιμετωπίζουμε σαν σύνολο υπό την έννοια του ολοκληρωμένου άλμπουμ) πάσχουν από – μάλλον- ανίατο σύνδρομο αισθητικής εξάρτησης, δεν χαράζουν κανένα δικό τους δρόμο, έστω και για ελάχιστα μέτρα, και ως εκ τούτου δεν συναντούν καμία δυσκολία στο να επεκτείνονται στο άπειρο χρονικό διάστημα των 7-8 λεπτών κατά μέσο όρο το καθένα, χωρίς να καταφέρνουν να πουν μία έστω τυπική μελωδική, στιχουργική ή ρυθμική φράση. Καθορίζονται από τις ιδιότητες των αναφορών τους με σχεδόν εγκυκλοπαιδικό τρόπο και εμπεριέχουν ιδέες τόσο αφηρημένες, που εν τέλει καταλήγουν ακόμη πιο ανούσιες και από την ιδέα ενός δίσκου διασκευών σε ό,τι τέλος πάντων τους οδηγεί σε όλα αυτά.
Τέλος, τίποτε εδώ μέσα δεν σώζεται από την τεχνική κατάρτιση και τις εκτελεστικές ικανότητες. Ας μην ανοίξουμε τώρα αυτό το θέμα. Έχουν αποδειχτεί εκ του αντιστρόφου αυτά τα πράγματα σε όλη τη διάρκεια και το φάσμα της ροκ ιστορίας. Ακόμη και οι βιρτουόζοι δεν το γλιτώνουν το χασμουρητό, ως γνωστόν.
Θα προτιμήσουμε τα αυθεντικά προϊόντα, έστω και σε καθεστώς υπερτίμησης, στο οποίο μας προσφέρονται τελευταία. Η φθήνια τρώει τον παρά άλλωστε.
Υπάρχει (σε άλλα μέσα) εκείνο το περιβόητο 1,5 αστεράκι, που καθώς πετσοκόβεται κατά το ήμισυ το δεύτερο δίπλα στο πρώτο, πάντοτε θεωρούσα και θεωρώ ότι αποδίδεται πιο παραστατικά η πικρή επίγευση ενός δίσκου που δημιουργεί αόριστες προσδοκίες, αλλά δεν επιβεβαιώνει με ορισμένο τρόπο καμία από αυτές.