Chimes & Bells
Μάθαμε να ξεκαθαρίζουμε τους ήχους και κατόπιν να τους κατατάσσουμε; Σχεδόν πάντοτε μένουμε με την αίσθηση του ανικανοποίητου γιατί η τακτοποίηση στην οποία προβήκαμε δεν μας αντιπροσωπεύει στην ολότητά της; E τότε θα ήταν φρόνιμο να μην μπλέξουμε τα χνώτα μας με το ολοκληρωμένο ντεμπούτο των Chimes & Bells. Φυλάξτε την συμβουλή-προτροπή, διότι η χρησιμότητά της θα μας φανερωθεί οσονούπω (παρακάτω, για να βοηθήσω και λίγο).
Ως απόλυτα ενσωματωμένο με τον γεωφυσικό ιστό της πατρίδας του, Δανίας, το project των Chimes & Bells αντλεί έμπνευση απ' τις πηγές των ψυχρών Σκανδιναβικών τοπίων. Σε ρόλο πρωτοστάτη πορεύεται η Caecilie Trier, που επωμίζεται τόσο την ερμηνεία των στίχων όσο και ποικίλων ήχων, μεταξύ των οποίων συναντάμε εκείνους που ξεχύνονται απ' τα keyboards και το τσέλο. Κι είναι τόσο καταλυτική η παρουσία της, που υπογραμμίζει με έντονα γοητευτικό τρόπο καθεμία απ' τις οκτώ καταθέσεις της self-titled απόπειρας του σχήματος.
Το σκοτάδι και το φως μοιράζονται ισότιμα τον ρου του άλμπουμ, το οποίο περισσότερο κλείνει προς το να θεωρηθεί μια αλληλουχία ιστοριών που διεισδύουν στον πυρήνα του λυρισμού και δεν τους είναι αρκετό μονάχα το περιβάλλον αυτού. Άπαντες οι συνθέσεις διακρίνονται από μια φύσει αρτιστική μυσταγωγία, που όσο πλησιάζουμε προς τον τερματισμό -μέχρι να επανέλθουμε αργότερα στην γραμμή της εκκίνησης - σημειώνει εκθετική αύξηση. Σύμφωνοι, το τετ α τετ του μαύρου με το άσπρο, του γλυκού με το πικρό αν προτιμάτε, δεν αποτελεί πρωτόγνωρη εμπειρία για τον δέκτη. Παρόλα αυτά, όταν το εισπράττει εν είδει υποδειγματικού καλλιτεχνικού εγχειρήματος, ωθείται στην αναγνώριση της αξίας του.
Την πιστότητα στην προαναφερθείσα σύζευξη, κατορθώνει εδώ να εξασφαλίζει η άψογα δεμένη διαδοχή στιγμών ράθυμα ηχητικής παραίτησης από εκείνες της καθαρτικής εκτόνωσης, έχοντας σαν κυρίαρχο άξονα την τριπλέτα "Do The Right"-
"Kranen"- "Lashes". Το πρώτο, μάλιστα, διεκδικεί θέση στα ακριβοθώρητα τραγούδια εκ της φετινής παραγωγής, υποστηριζόμενο από την διαπεραστικά σαγηνευτική χροιά της Caecilie, ενώ το τρίτο σφραγίζει την ακρόαση με έξοχα αντηχούσες κιθάρες εντός ενός μεσαιωνικού σκηνικού με περίσσιο ηχητικό βάθος.
Επιστρέφοντας στην, εν τέλει, επιτυχημένη προσπάθεια υφολογικής παραπλάνησης του ακροατή, έχουμε να παρατηρήσουμε πολλά και διάφορα, που τον υποβάλλουν σε διαδικασίες... Ξάφνου, θα σε αναγκάσουν να τους παρομοιάσεις με τους Beach House λόγω του "This Far", θα σε βάλουν να ορκιστείς ότι το ατέρμονα επαναλαμβανόμενο βασικό κιθαριστικό riff του "Do The Right" φτάνει και περισσεύει για τον σχηματισμό ενός εθιστικού blues άσματος, θα σου ξυπνήσουν τις φρέσκιες μνήμες των σοροπιαστών διφωνιών των Fleet Foxes δια της υπόκρουσης του "Reasons", αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά το σύνδρομο στέρησης αυτών.
Τι είναι σε τελική ανάλυση αυτό που αφουγκράζεσαι εδώ; Μια R&B μπάντα που αποθέτει την κατασκευή των ηχοτοπίων της σε shoegaze τεχνικές και διακατέχεται από new age εμμονές; Μπορεί να είναι όλα τα προαναφερθέντα και τίποτε απ' αυτά. Πιέστε το play και θα το εξιχνιάσετε μόνοι σας.
ΥΓ: Έχουμε και ενεργό ελληνική συμμετοχή, απ' τον leader των, επίσης έξοχων, Choir Of Young Believers Γιάννη Noya Μακρυγιάννη, που αναλαμβάνει την αρχιτεκτονική των κιθαριστικών δομών και τα δεύτερα φωνητικά. Εύγε Γιάννη...