Πολλές φορές οι κριτικές παρουσιάσεις δίσκων είναι σαν τη στιγμιαία φωτογραφία. Αποτυπώνουν την εντύπωση που έκανε το έργο στον ακροατή - γραφιά με κάποια ακούσματα που δεν απέχουν χρονικά μεταξύ τους, η οποία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη διάθεσή του. Και μη βιαστεί κανένας να πει ότι αυτό δε συμβαίνει στους «σοβαρούς και έγκυρους κριτικούς» γιατί στην άλλη άκρη παραμονεύει ο κίνδυνος του αποστασιοποιημένου ακαδημαϊσμού που είναι ό,τι χειρότερο. Δεν γίνεται να πλησιάσεις τη μουσική μόνο με το μυαλό.
Το 'A Janela' είναι χαρακτηριστική περίπτωση δίσκου που μπορεί να προκαλέσει διαφορετικές αντιδράσεις. Όσο εύκολα μπορείς να μπεις με όλη σου την ψυχή στο χαμηλόφωνα μελωδικό σύμπαν του Eckman και να αφεθείς στο ταλέντο και την ευαισθησία του να σε παρασύρουν στα ουράνια της μουσικής απόλαυσης αφού σε περάσουν πρώτα από τους πιο σκοτεινούς διαδρόμους της απόγνωσης, άλλο τόσο εύκολα μπορείς να σταθείς από αμήχανος ως και ειρωνικός απέναντι σε τόσο πια πόνο που ξεχειλίζει από μια φωνή που δε λέει να αφήσει το μουρμουρητό και από τραγούδια που είσαι σίγουρος ότι κάπου έχεις ξανακούσει. Είναι πολύ δύσκολο να γράψεις κάτι χωρίς να αδικήσεις είτε τον καλλιτέχνη σαν μουσικό με μελωδική φλέβα και δεδομένη ευαισθησία και ακεραιότητα είτε τον εαυτό σου και τους αναγνώστες σαν απαιτητικούς ακροατές.
Όταν είσαι pop - rock μουσικός και δεν λέγεσαι Frank Zappa έχεις κάποια στυλιστικά και εκφραστικά όρια μέσα στα οποία κινείσαι και δημιουργείς. Το πόσο στενά ή όχι είναι αυτά εξαρτάται από το ταλέντο, τη μουσική παιδεία και τη διάθεση για πειραματισμό. Το πόσο έχεις κατακτήσει τα εκφραστικά σου όπλα μέσα στα όριά σου, εκτός από τα παραπάνω, εξαρτάται και από την ευαισθησία σου. Ο Chris Eckman είναι σαφώς μουσικός με περιορισμένα όρια. Σαν ακροατής μπορεί να είναι πολυσυλλεκτικός και χωρίς παρωπίδες, όπως αποδεικνύεται από το 'Nights Between Stations', εκφραστικά όμως είναι σχεδόν μονολιθικός. Ακόμη και το γρήγορο βαλσάκι 'Ghostface' ή το 'Fadista' με τις προφανείς πορτογαλικές επιρροές (κάποια κομμάτια ηχογραφήθηκαν στη Λισαβόνα) την κλασσική κιθάρα και τη βιόλα, ισοπεδώνονται ερμηνευτικά από τη μανιέρα του. Αυτό δεν αναιρεί όμως τη συναισθηματική αξία της δουλειάς του την οποία εκτιμάμε δεόντως εδώ στην Ελλάδα, ούτε την ικανότητά του να γράφει απλά, συγκινητικά και ωραία τραγούδια που μπορούν να αγγίξουν την ψυχή. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι αυτά τα έχουμε ξανακούσει από αυτόν. Ίσως όχι τόσο αποκαλυπτικά, αλλά ποτέ δεν αμφιβάλλαμε ότι μπορεί να τα πει και έτσι.
Οι αφοσιωμένοι θαυμαστές του Eckman θα λατρέψουν αυτό το δίσκο όπως όλους των Walkabouts και των Chris & Carla. Κάποιες ψυχούλες που θα τον ακούσουν για πρώτη φορά (πάντα υπάρχουν τέτοιοι) θα εκστασιαστούν. Εκείνοι που δεν τους άγγιξε ποτέ θα μείνουν αδιάφοροι. Και εγώ που τον αγαπώ αλλά δεν ταυτίζομαι απόλυτα, θα του βάλω ένα εφτάρι συν (το οποίο οριακά δεν ανεβαίνει στο οχτώ) με την προτροπή να μην αλλάξει ποτέ. Τον χρειαζόμαστε όπως ακριβώς είναι.