Multi Natural
Ανάμεσα σε ambient και experimental στερεότυπα ο Χάρης Συμβουλίδης ψάχνει άλλους τρόπους να προσεγγίσει έναν δίσκο με τόσο ιδιαίτερη οπτική
Παρά το ελληνικότατο όνομά της, η Χριστίνα Βάντζου διεκδικεί απλά μια καταγωγή από τη χώρα μας, όντας γεννημένη στο Μιζούρι των Η.Π.Α. και μεγαλωμένη στις Βρυξέλλες. Έχει δε ήδη συζητηθεί στην πλευρά εκείνη της δισκογραφίας που λέμε «πειραματική», κυρίως κατά την τελευταία δεκαετία και μέσω της σειράς άλμπουμ που έφτιαξε ως σόλο δημιουργός για την Kranky. Μέσω αυτών, παρουσίασε ένα πλήρες οπτικοακουστικό όραμα, καθώς τα συνόδευσε με (δικής της παραγωγής) φιλμάκια μικρού μήκους, αλλά και με slow motion φωτογραφίες.
Στο Multi Natural, ωστόσο, η Vantzou σπάει το γνώριμο μοτίβο, μετακομίζοντας μάλιστα από την Kranky στην Edições CN. Κι ενώ παραμένει αναγνωρίσιμη ως προς το πώς συνθέτει και σε τι είδους ηχητικά «τοπία» στοχεύει, φτιάχνει ένα έργο λιγότερο γραμμικό σε σύγκριση με τους αμέσως προηγούμενους δίσκους της, με φύση μάλλον πολυεστιακή.
Υπάρχουν βέβαια πολλές ταμπέλες έτοιμες να φορεθούν σε αυτό που ακούγεται εδώ, χάριν συνεννόησης: άλλοι προτιμούν το «experimental», άλλοι το «modern classical», άλλοι το «ambient». Καμία όμως δεν κεντράρει ικανοποιητικά, ενώ πρέπει νομίζω να αντισταθούμε σθεναρά στα περί πειραματισμού, γιατί, μετά από τόσες δεκαετίες μουσικών εξερευνήσεων, τα όσα καταθέτει η Vantzou δεν είναι πρωτάκουστα. Δεν πρέπει λοιπόν να παρουσιάζονται έτσι, απλά επειδή έτσι τα προσλαμβάνουν κάποια άγουρα αυτιά με ερείσματα στον εναλλακτικό Τύπο, που ίσως φτάνουν στη Vantzou μέσω του ενδιαφέροντός τους για τη Grouper.
Αυτό που ιντριγκάρει στο Multi Natural, είναι η ευχέρεια που δείχνει η δημιουργός στη σύμπλευση sound design, επιτόπιων ηχογραφήσεων και ατόφιας σύνθεσης με φυσικά όργανα (άρπα, βιολί, φλάουτο, ντουντούκ). Αποδεικνύεται σε κρίσιμο παράγοντα για ένα άλμπουμ με τόσες διαφορετικές «διαθέσεις», οι οποίες δείχνουν διαρκώς να αναδύονται, εξαφανιζόμενες όμως πριν προλάβουν να χαρακτηρίσουν κάπως το σύνολο.
Έτσι, τη μία νομίζεις ότι μπήκες σε εργαστήρι πειραμάτων όπου μια τεχνητή νοημοσύνη υπό κατασκευή μαθαίνει να μετράει ("1234", με παραμορφωμένα φωνητικά από τη Minna Choi), την άλλη αγναντεύεις το Λιβυκό πέλαγος στο Διαλισκάρι ακούγοντας γιδοκούδουνα στο φόντο ("Marmara Beach"). Το "Back Porch", πάλι, είναι σαν να λαγοκοιμήθηκες εκεί στις εξοχές και βρέθηκες κάπου αλλόκοτα, όπου προσπαθείς να κρυφακούσεις κάποιους που κουβεντιάζουν δίχως να πιάνεις όλες τις λέξεις, ενώ το "The Real Thing" αξιοποιεί τα musique concrète διδάγματα περί αποσπασματικότητας για να φτιάξει μια λιτή λούπα γύρω από έναν διάλογο διεξαγόμενο με λεκτική και μη λεκτική επικοινωνία. Τέλος, το "Violins In Waterstone" μοιάζει να διαδραματίζεται σε γήινη αποικία του μέλλοντος στις εσχατιές του Γαλαξία, με τα κελαηδήματα των πουλιών του πλανήτη μας να έχουν διατηρηθεί ως πολύτιμο στοιχείο «παράδοσης».
Φυσικά, τα παραπάνω δεν είναι παρά ατομικές προσλήψεις εκφρασμένες κομματάκι λογοτεχνικά, οι οποίες προσπαθούν να αντιστοιχήσουν τη Multi Natural εμπειρία σε αντιληπτά σκηνικά: η επικοινωνία με τον δέκτη-αναγνώστη πιθανότατα επιτυγχάνεται, μα η ατόφια κριτική δεν κερδίζει τίποτα το ουσιαστικό. Το προαναφερθέν δηλαδή «μετά από τόσες δεκαετίες μουσικών εξερευνήσεων», δεν αφορά μόνο τους τυχόν άγουρους γραφιάδες, μα κι όσους έχουμε επίγνωση των πραγμάτων και, παρά ταύτα, συνεχίζουμε να στοιχειοθετούμε τη θετική μας αξιολόγηση επειδή το τάδε ή το δείνα μας «μοιάζει να διαδραματίζεται σε κάποια γήινη αποικία του μέλλοντος στις εσχατιές του Γαλαξία» κτλ. Όσο δύσκολο κι αν είναι όμως να προσπελαστεί η αφηρημένη φύση τέτοιων δίσκων προκειμένου να γίνει γραπτώς συγκεκριμένη, δεν πρέπει να αρκούμαστε στις περιγραφές και στα κοσμητικά.
Εδώ, ας πούμε, αξίζει να υπογραμμιστεί η επίκληση που γίνεται σε μια παραισθητική εμπειρία ακρόασης, η οποία συγκλίνει τα 9 κομμάτια στις σπονδυλωτές μα σε συνεχή διάταξη φάσεις ενός ονείρου· αναπλάθοντας έτσι (επιτυχώς) μια παρόμοια «εσωτερική λογική», του είδους που σε κάνει να θεωρείς φυσιολογικά πολλά απ' όσα θα φαίνονταν παράδοξα στο ξύπνιο σου, καθώς ο χώρος και ο χρόνος μετατρέπονται σε ρευστές καταστάσεις υπό διαρκή μεταμόρφωση. Υπάρχει δε κι ένας ανθρώπινος νους πίσω από την όλη κίνηση και το όλο εγκεφαλικό παιχνίδι, εν τέλει κι ένας καλλιτεχνικός ορίζοντας. Ο οποίος δεν είναι πια απέραντος, όπως ίσως φάνταζε στους προπάτορες-εξερευνητές της Christina Vantzou, μα χωράει κάμποσες ακόμα ανησυχίες σαν τις δικές της. Πόσο μάλλον αν αποτυπώνονται τόσο ελκυστικά.