When I' m bad I' m really bad/ but when I' m good I’m better ("When I' m bad")
Είναι το εντέκατο κιόλας άλμπουμ τους και νοιώθω πως συνεχίζω να κερδίζω πολλά από τούτη την πολυπρόσωπη και πολυμούσικη κολλεκτίβα. Από την άποψη μουσικής, ποίησης, ιδεών, ανακύκλωσης κι εν γένει προτάσεων αισθητικών και καλλιτεχνικών και πάει λέγοντας. Απόλαυσης και σκέψης μαζί.
Τους πρωτάκουσα στη νυχτερινή μουσική σκηνή του Τρίτου (τι απέγιναν οι αγαπημένοι μας κομφερασιέ;). Τότε ήταν που έβγαζαν τα πρώτα τους σιγκλάκια στο agit prop κίνημα, όπως κι οι Ex κι οι State of Mind. Η μουσική των πρώτων κόλλησε στο θόρυβο, οι δεύτεροι εξαφανίστηκαν. Έμειναν οι τρελλο-chumba που αποκλειόταν να βαρεθείς το μουσικό τους πανκ-φολκ-ποπ-dance-noise πανηγύρι τους.
"Pictures of starving children sell records : Starvation, charity and rock’n’roll - Lies and tradition", "Never mind the ballots here’s the rest of your life" (σήμερα μπορείτε να τα βρείτε σε ένα δίσκο μαζί), "Swinging with Raymond", "Slap", "Shhh", "Anarchy", "Tubthumber", "Wysiwyg" (What you see is what you get). Μαζί και τα "English Rebel Songs 1391-1914" ΕP, "Uneasy listening" (best), "Showbusiness" (live). Από τα παραπάνω, έπρεπε να περιμένουμε-νε το "Tubthumber" για να «κάνουν επιτυχία», πράγμα ιδιαίτερα αστείο γιατί τουλάχιστον άλλα 30 κομμάτια τους ήταν σ’ αυτό το στυλ. Απ’ το αρχικό τους υπέροχο μελωδικό πανκ εντ ρολλ, ελίχθηκαν σε πολλά και διαφορετικά είδη : στη φολκ και το... φολκ πανκ, στο θόρυβο, στα σέβεντις, στα χορευτικά, στα παραδοσιακά της χώρας τους, στην εμπορική ποπ, στα ρέγγε.
Το "Readymades" πήρε τον τίτλο του απ’ τις πρωτοποριακές κατασκευές του Μarchel Duchamp και δείχνει όσο ποτέ προτίμηση σε φολκ/traditionals, dance και pop. Ειδικά με παραδοσιακά υπάρχει μεγαλύτερη δουλειά απ’ ότι φανταζόμαστε : διαβάζοντας τις σημειώσεις τους διαπιστώνουμε πως βρίθουν από σαμπλς και αποσπάσματα τέτοιων τραγουδιών αλλά και σχετικών ποιημάτων. Το αποτέλεσμα δίνει ορισμένα μαγευτικά τρακς, όπου οι όμορφες μελωδίες που φέρνουν αέρα ευφορίας αλλά και μνήμη κλασσικού εξαερώνονται σε dance pop η μαύρα μπητς και μιαίνονται οριστικά απ’ τις φαρμακόγλωσσές τους. Διάβολε, είναι απίστευτη αυτή η αντίθεση τόσο όμορφης μουσικής και τόσο επιθετικοειρωνικοσαρκαστικών στίχων.
Φυσικά δε θ’ ασχοληθούμε με το βλακώδες επιχείρημα «πήγαν στην ΕΜΙ, άρα ξεπουλήθηκαν, άρα τι επανάσταση κάνουν;» Eτούτοι δω ποτέ δεν καμώθηκαν τους επαναστάτες η ηγήτορες. Αυτά είναι ευσεβείς πόθοι των κατακριτών τους, που θέλουν οπωσδήποτε κάποιον να τους καθοδηγεί, είτε από την εξέδρα είτε από τις σελίδες είτε από τις νότες είτε από την οργάνωση της γειτονιάς. Κάποιον νάναι το πολιτικό τους άλλοθι («ακούμε επαναστάτες, άρα είμαστε κι εμείς»). Επειδή παρακολουθώ την μπάντα τούτη χρόνια, το μόνο που έχω δει να κυνηγούν είναι να σκεφτεί ο άλλος και κάτι παραπάνω. Για τα άλλα χέστηκαν. Κι ακόμη να σατυρίσουν όλα τα καθημερινά της ζωής τους που είναι η βρετανική (άρα κι η αμερικάνικη, άρα κι η παγκόσμια) - απ' την οποία κάπου εμείς εδώ μπορεί να χάνουμε επεισόδια και να μην είναι εύκολο να διακρίνουμε πρόσωπα και καταστάσεις. Έτσι και στο "Readymades" αποσκοπούν και καταφέρνουν 3 μαζί : και το να σκεφτείς, και το να ξεκαρδιστείς και το να θάψουν/ξεφτιλίσουν τον κάθε φορά υπερ ου ο λόγος.
Συνεπώς όχι μόνο δεν υπάρχει διαφορά στην εταιρεία, αλλά μάλλον μια μεγάλη ΕΜΙ τους εξυπηρετεί περισσότερο. Θα ζητούσαμε ποτέ από έναν σατυρο - κωμικό Lenny Bruce να μην παίζει σε μεγάλα κέντρα αλλά σε κανένα καταγώγι της γειτονιάς; Ή, για να προσγειωθούμε στα οικειότερα ελληνικά δεδομένα, ένας σατυρολόγος (πχ. Μητσικώστας) πού εκθέτει περισσότερο τις περσόνες του; Σ' ένα μεγάλο κανάλι ή θάπρεπε νάναι σε κανένα τοπικό Λαμία TV για να «μην παίζει το παιχνίδι τους»; Ας αφήσουμε λοιπόν τις μπούρδες περί επαναστάσεων και τέτοια. Ένα γαμημένο ποπ γκρούπ είναι οι Chumbawamba, που γουστάρει εκτός από την αφάνταστα διασκεδαστική του μουσική να γράφει και κατεβατά, να εκδίδει εφημερίδες, να κοροϊδεύει σκληρά όποιον τ' αξίζει, να προτείνει έναν καλύτερο τρόπο ζωής, να σε κάνει να σκέφτεσαι και λίγο παραπέρα, χωρίς βέβαια να χάνεις την χαρά ενός γαμησιού ή ενός μεθυσιού. Άλλωστε οι καταγγελίες - καταπέλτες δεν χρειάζεται σώνει και καλά να συνοδεύονται απο ξερασματικές μουσικές. Ο Paul Weller κάτι ξέρει.
Ακόμη και το επίσημο σάιτ τους είναι διαφορετικό. Π.χ. στο κομμάτι Reviews, έχουν αντιπροσωπευτικά pin ups σχολίων, κριτικών, απ’ όλη την πορεία τους. Ακόμα και τα κακεντρεχή ή απλώς αρνητικά σημειώματα έχουν τη θέση τους εδώ (π.χ.«διασκεδαστικότατοι, αλλά τόσο επαναστατικοί όσο και μια πινέζα στη μύτη μιας φωτογραφίας της βασίλισσας») ! Στο κομμάτι Culture τα ατέλειωτα μέλη του γκρουπ γράφουν κάθε τόσο τι τους άρεσε από μουσική, βιβλία, σινεμά και τηλεόραση, δίνοντας δικές τους προτάσεις με τις απολαυστικές όπως πάντα αιτιολογήσεις τους. Για να μην ξεχνάμε και τα συνθήματα που κατεβάζουν οι αεικίνητες κούτρες τους. «Go to where the silence is and say something».