Η ώρα της "δύσκολης" δεύτερης δουλειάς ήρθε αναπόφευκτα και για τους Clap Your Hands Say Yeah, μετά το διαδικτυακό κύμα που μετέφερε το ξεκίνημά τους. Η περίπτωση βέβαια της πεντάδας απ' το Brooklyn διέφερε σημαντικά απ' τα κατορθώματα του ενορχηστρωμένου hype στα βρετανικά νησιά, καθώς ανέλαβαν οι ίδιοι την κυκλοφορία και τη διανομή της πρώτης τους δουλειάς, αλλά και το έξυπνο πλασάρισμά της στους bloggers. Μπορεί τελικά το ντεμπούτο τους να ήταν φυσιολογικά κατώτερο των προσδοκιών που δημιουργήθηκαν, οι CYHSY αναγορεύτηκαν όμως πρωτοπόροι στη νέα αυτή εποχή για το indie rock -όπου η δράση μεταφέρεται πλέον στην οθόνη- και, καλούνται τώρα να επιβεβαιώσουν την παράδοξη επιτυχία τους.
Ο ασφαλής δρόμος θα ήταν να συνεχίσουν την ίδια ευφορική pop που τους υπηρέτησε πολύ καλά μέχρι τώρα, επιλέγουν όμως να στραφούν εναντίον της με αυτοσαρκαστική διάθεση: "that was me ...pretending to start something big" παραδέχεται στην υποδοχή ο Alec Ounsworth, μέσα από έντονη παραμόρφωση που στρεβλώνει με εκδικητικότητα το γνώριμο ήχο τους, ενδιαφέρον πείραμα που παίρνει αποστάσεις από την προηγούμενη δουλειά, ενώ ο frontman αναρωτιέται αν έχουν κάτι περισσότερο να δώσουν ή μήπως θα 'πρεπε ν' αποσυρθούν με αξιοπρέπεια. Ερωτηματικά λοιπόν, κι αναζητήσεις διακατέχουν όπως φαίνεται τους CYHSY, αλλά και το Some Loud Thunder, τίτλος που μοιάζει κι αυτός να ειρωνεύεται τον θόρυβο που δημιουργήθηκε γύρω τους.
Όπως συμβαίνει συνήθως, τέτοιου είδους υπαρξιακές αμφισβητήσεις προμηνύουν ακανθώδη πορεία κι αυτήν ακριβώς συναντάμε, με ανάμικτα αποτελέσματα. Ο Ounsworth κι η παρέα του δοκιμάζουν ν' απογυμνώσουν την pop τους για να εντοπίσουν την ουσία της και, αλλού αποτυγχάνουν ('Arm And Hammer'), αλλού δημιουργούν ευρύχωρη και ατμοσφαιρική pop δωματίου, χωρίς όμως προσανατολισμό ('Emily Jean Stock', 'Goodbye To Mother And The Cove'), κι αλλού ανακαλύπτουν τη στοιχειωμένη πλευρά τους ('Love Song No. 7' -απ' τις καλύτερες στιγμές εδώ, παρότι μοιάζει να χάνεται στους μαιάνδρους του). Υπάρχουν τραγούδια ('Underwater', 'Five Easy Pieces') που θα 'πρεπε μάλλον να βρίσκονται σε κάποιο demo, κι άλλα όπου οι CYHSY κάνουν το λογικό βήμα απ' την προηγούμενη δουλειά, ωριμότερα όμως και σε χαμηλότερους τόνους, όπως το moody 'Mama, Won't You Keep...' και βέβαια το κορυφαίο εδώ 'Yankee Go Home', όπου θα σταθούν οπωσδήποτε όλοι οι πρόσφατοι φίλοι τους.
Υπάρχουν ακόμη και κάποιες εκπλήξεις μικρότερες, όπως η θλιμμένη βινιέτα του 'Upon Encountering...', όπου ο συνήθως ομιλητικότατος frontman σωπαίνει για λίγο και, αισθητά πιο ηχηρές, όπως η πειραγμένη disco του 'Satan Said Dance', ουσιαστικά electro πείραμα που όμως λειτουργεί εθιστικά και δείχνει τους CYHSY να προχωρούν αρκετά παρακάτω (αν ο Ounsworth θεωρεί την disco σατανική, οφείλουμε να συμφωνήσουμε ανεπιφύλακτα μαζί του).
Ο Ounsworth κι η παρέα του φαίνεται να γνωρίζουν ότι η ιδιοσυγκρασία είναι αυτό που θα τους ξεχωρίσει στο σύγχρονο indie σύμπαν, όπου όλα έχουν αναβιωθεί κι εξαντληθεί, γι' αυτό και επιδίδονται στην αναζήτησή της. Φρονιμότερο θα ήταν να μας παρουσιάσουν τα αποτελέσματα, επιμένουν όμως να τους παρακολουθήσουμε στη δύσκολη και μακριά απ' το συγκριτικά ανέμελο παρελθόν προσπάθεια. Στην πορεία, ξεφεύγουν απ' την ομοιομορφία της προηγούμενης δουλειάς (αλλά και τις συγκρίσεις με τον David Byrne, που ήταν άλλωστε μακρινές), καταφέρνοντας να γίνουν περισσότερο -παρότι σποραδικά- ενδιαφέροντες και, ίσως τα αποτελέσματα έρθουν την επόμενη φορά. Προς το παρόν περνούν την δοκιμασία της δύσκολης δεύτερης δουλειάς, οριακά αλλά με αξιοπρέπεια.