Claude Fontaine
Ρέγκε, μπόσα νόβα, τροπικάλια, καλοκαίρι, σαν πολλά στερεότυπα δεν μαζευτήκανε; Του Αντώνη Ξαγά
«Δεν δικαιούστε διά να ομιλείτε!». Γιατί μνημονεύουμε την αλήστου μνήμης ατάκα που είχε εκτοξεύσει από βήματος Βουλής ο μακαρίτης ο Αγαμέμνονας ο Κουτσόγιωργας στον Μητσοτάκη τον Α’ (ή μήπως τον Β’; έχουμε χάσει την μπάλα με τις γενεαλογίες των δυναστειών); Είναι που σε διάφορες παραλλαγές, σε ίδιο ωστόσο νοηματικό περιεχόμενο και στόχευση, μπορούμε να την μεταφέρουμε και στον χώρο των αφοσιωμένων (ενίοτε σε επίπεδο …Fachidiot) μουσικόφιλων, θέλετε να την κάνετε «δεν δικαιούστε διά να πενθείτε/εκφέρετε άποψη», «δεν δικαιούστε δια να τραγουδείτε …Θεοδωράκη», μπορούμε να φανταστούμε διάφορες εκδοχές, εν προκειμένω «δεν δικαιούστε διά να ηχογραφείτε!». Γιατί σε ένα τέτοιο πλαίσιο, σκέφτομαι ότι ένας δίσκος σαν και τον εν λόγω θα ήταν ένας λίαν εύκολος στόχος για όλους εκείνους που θεωρούν ότι πριν καταπιαστείς με οποιαδήποτε τέχνη πρέπει σώνει και καλά να έχεις μελετήσει, σπουδάσει, και κυρίως …αγοράσει (και ουχί κατεβάσει, βλέπετε η κατοχή ενός αντικειμένου σε κάνει αυτομάτως κάτοχο αποκλειστικής και μοναδικής γνώσης).
Με τι έχουμε να κάνουμε λοιπόν; Ευειδής νεαρά ονόματι Claude Fontaine (χμμ, να προσθέσω εδώ και μια πρέζα μουσικόφιλου μισογύνικου ελιτισμού;), εκ Λος Άντζελες ορμώμενη, μπαίνει σε δισκάδικο στο Λονδίνο, εκείνη την ώρα τυγχάνει να ακούγονται παλιοί rocksteady εξωτικοί ήχοι από τα ηχεία, η πρωταγωνίστρια μας μαγεύεται με την αθωότητα του άσχετου (που δεν το λέω επιτιμητικά, κάθε νέα γενιά «άσχετων» οφείλει να ανακαλύπτει εκ νέου το παρελθόν), γυρίζοντας στην πατρίδα της αφού σκάλισε στα αδαμαντωρυχεία του Studio One, της Trojan και της Treasure Isle, είπε τον ενθουσιασμό της αυτόν να τον μεταφράσει σε τραγούδια. Κάπως έτσι, με μίμηση δεν ξεκινάνε άλλωστε τα πάντα; Και η μάθηση και η δημιουργία και η τέχνη και η ίδια η ζωή.
(Και μεταξύ μας, οι πανξ -όχι οι ρομάνα αλλά οι …μπριτάνικα- κάπως έτσι τυχαία δεν σκόνταψαν στους ήχους της Ιαμαϊκής (την γνωρίζετε υποθέτω την ιστορία του Don Letts), κάπως έτσι ξεκίνησε η όσμωση και οι διασταυρώσεις, και κάπως έτσι είχαμε τα Πάνκυ Ρέγγε Πάρτυ του Marley και τα Όπλα στο Μπρίξτον και τους Ruts και πολλά άλλα συγκροτήματα, κι ακούω τούτη τη στιγμή την στοιχειωτική διασκευή των New Age Steppers στο «Fade away» του Junior Byles που μια χαρά θα ταίριαζε νομίζω και σε αυτό τον δίσκο).
Σε μια εύκολη απαξίωση δεν θα συνηγορούσαν επίσης τα ονόματα που αφού άκουσαν τις ντέμο εκδοχές αποφάσισαν να συμμετάσχουν στον δίσκο: από τον μπασίστα των Steel Pulse Ronnie McQueen και τον ρέγκε κιθαρίστα Tony Chin μέχρι τον πάλαι ποτέ ντράμερ της Astrud Gilberto Airto Moreira, η παρουσία τους εγγυάται αν μη τι άλλο την τεχνική αρτιότητα του εγχειρήματος.
Ο δίσκος χωρίζεται σε δυο ουσιαστικά διαφορετικές και διακριτές επικράτειες, με την πρώτη να βασίζεται στις γνώριμες συγκοπτόμενες καραϊβικές μπασογραμμές και την δεύτερη να κοιτάζει νοτιότερα, στα εξίσου θερμά κλίματα της Μπραζίλ, στο new wave (την μπόσα νόβα δηλαδή πορτογαλιστί), την brasileira, την tropicalia, μουσικές που πέραν των τροπικών θερμοκρασιών και ενός κοινού σκλαβωμένου αφρικανικού παρελθόντος δεν έχουν πολλά κοινά, εδώ τις βάζουμε όλες μαζί αντάμα στον ντορβά της exotica. (Μετα)αποικιοκρατικός λευκόχρωμος εξωτισμός; Ποπ παγκοσμιότητα; Καλλιτεχνική ελευθεριότητα; Δεν είναι εύκολα τα ερωτήματα, ωστόσο είναι άδικο να τα φορτώσουμε σε έναν δίσκο ο οποίος χωρίς δεν θέλει να παραστήσει κάτι που δεν είναι, με τους όρους του είναι χαριτωμένα ανάλαφρος και μελωδικός, η παραγωγή εμφυσά μια vintage αύρα, η Fontaine τραγουδά με μια γιεγιέ γοητευτική (ενίοτε υπερβολικά νιαουρίζουσα) αφέλεια μιας Φαμ ντε Παρί από τα 60s, κι αν είναι που κατά σύμπτωση ξαναείδα για πολλοστή φορά το «Πάρτυ», σκέφτομαι ότι το τρυφερό «Nothing to lose» του Mancini που τραγουδά στην ταινία η σχεδόν συνονόματή της Claudine Longet, η κοπέλα που παρακολουθεί με ερωτευμένη ματιά τον Χρούντι Μπάκσι να διαλύει την μάζωξη, κι αυτό θα ακουγόταν μια χαρά σε αυτό τον δίσκο δίπλα στο «Our last goodbye» που τον κλείνει όπως πρέπει.
Ασφαλώς και δεν συμμερίζομαι in principio τις κάθε λογής -και ενίοτε δημοφιλείς- …μετεωρολογικές απόψεις περί χρηστικής μουσικής, αναγνωρίζω επίσης ότι η ρέγκε ειδικά είναι ίσως το πιο αδικημένο είδος μουσικής, ξέρετε τώρα οι κλισέ εικόνες με ηχείο, τζίβα, ύποπτη φυτολογία, άραγμα στο μπιτσόμπαρο και άλλες εφιαλτικές θερινές εικόνες, εν τούτοις τα στερεότυπα όσο ψευδή κι αν είναι δημιουργούν κι αυτά τη δική τους «αληθή» πραγματικότητα. 37°C, οι περσίδες χαμηλωμένες, η ραστώνη αποχαυνωτική και ο χρόνος διεσταλμένος, μια τεμπέλικη ευφορική μελαγχολία, summertime sadness, cruel summer, τα μικρά μπιζουδάκια της Claude Fontaine γεμίζουν τα κενά. Summertime, and the livin' is easy (κάπου το πήρε το αυτί μου αυτό πρόσφατα).
Και η μουσική επίσης…