The creatures in the garden of lady Walton
Θα είναι άδικο να περάσει ως κυρίαρχο μήνυμα ότι αυτό είναι το άλμπουμ στο οποίο η κυρία My Brightest Diamond συνοδεύεται από τους Clogs. Συμμετέχει απολύτως ενεργά η Shara Worden ασφαλώς, μετατρέπει και σε αριστούργημα το ούτως ή άλλως αλάνθαστο μουσικά Owl Of Love, αλλά σε καμία περίπτωση δεν κλέβει την παράσταση από το αυστραλοαμερικάνικο κουαρτέτο, που και πάλι μεγαλουργεί χαμηλότονα.
Στη θεωρία ακούγεται εξαιρετικά ενδιαφέρον το ότι μια αναγνωρισμένα ανήσυχη μπάντα όπως οι Clogs, με επιβεβαιωμένη την εμμονή τους για "παίδεμα" ήχου και αισθητικής, αποφασίζουν μετά από δέκα χρόνια να επενδύσουν στιχουργικά την μουσική τους με ολοκληρωμένο τρόπο. Χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι αποφάσισαν να γράψουν και τραγούδια. Ή τουλάχιστον τραγούδια, όπως αυτά που χαρακτηρίζουν τις μπάντες που καθοδηγούνται από τραγουδοποιούς και όχι από μουσικούς. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ μακριά από την περί δημιουργίας άποψη της μπάντας.
Κατά τις του Πανότα γραφές και δια της επαναλήψεως οι Clogs δεν εμπίπτουν στον νεοκλασσικισμό. Και ποιος είμαι εγώ να φέρω αντίρρηση; Ας μου επιτραπεί όμως να πω ότι ενδείκνυνται για παραπάνω από φιλικές ακροάσεις από όσους τυχόν διατηρούν παρόμοιου τύπου σχέσεις με τον νεοκλασσικισμό, ό,τι και αν αντιπροσωπεύει αυτός τέλος πάντων. Επίσης κατά περίπτωση ενδείκνυται το παρόν άλμπουμ, σε όσους είτε απογοητεύτηκαν από το έσχατο μεγαθήριο της δεσποινίδος Newsom, είτε θέλουν κάτι περισσότερο από αυτό (πόσο περισσότερο δηλαδη;). Η διαφορά έγκειται στο ότι η Newsom προβάλλει περισσότερο τον τρόπο παρά την ουσία, ενώ η παρέα των Newsome/Dessner διατηρεί μια ουσία με περισσή αυταξία, που αναζητά συνεχώς νέους τρόπους για να την παρουσιάσει. Όχι "παίρνω την άρπα μου αγκαζέ και όποιον πάρει ο Χάρος" δηλαδή...
Το άλμπουμ κινείται σε μια γενική συμφωνία και αποδοχή περί της αξίας των εγχόρδων. Πιτσικαριστά ή με δοξάρια, χαμηλότονα ή αγριωπά, στο περιθώριο ή στο προσκήνιο, μπαρόκ ή post rock, τα έγχορδα των Clogs, τώρα που καλούνται να πράξουν στο πλαίσιο τραγουδιών, αποδεικνύουν την εμφατική επίδραση του ηγετικού ντουέτου και στο έτερο και μεγαλύτερης φήμης σχήμα των The National (ναι, αυτών με την indie λαβή για να επιβαίνουν περισσότεροι).
Έχεις ακούσει υποθέτω για τους δίσκους που δεν έχουν από κάπου να πιαστείς, αλλά αν κάνεις τον κόπο και αρχίσεις την ακρόαση τους είναι απολύτως σίγουρος ότι θα μείνεις μέχρι το τέλος. Κάπως έτσι και με το Creature... Δεν έχει ένα οριακό Last Song για να σου σώσει τη ζωή (παρότι το ισχυρίζεται κάπου και παρότι το The Owl Of Love μπορεί και να καταστεί τέτοιο), αλλά έχει μια ομάδα τραγουδιών για όσους αναζητούν μελαγχολία εσχατολογικού τύπου στις ακροάσεις τους, με υπόβαθρο αναζήτησης όμως και όχι μιζέριας.
Γράφτηκαν ήδη αρκετές ενστάσεις για απλά λόγια, που όμως εκφέρονται με στόμφο και υπερβολή, για βερμπαλιστική ερμηνεία, κυρίως της καλεσμένης. Νομίζω όμως ότι μια βαρύνουσα θεατρική ερμηνεία ήταν αναπόφευκτο να υπεισέλθει στον κόσμο των Clogs όταν τελικά θα έφτανε η ώρα της ερμηνείας στίχων και όχι μόνο ήχων. Και μόλις ακούστηκε το όνομα της συμμετέχουσας, έγινε ακόμη πιο σίγουρη η θεατρικότητα. Δεν θεωρώ όμως ότι υπήρξε ποτέ η μουσική των Clogs κάτι απόλυτα ρεαλιστικό, ούτε είχε σκοπό να εκφράσει και να αποδώσει καθημερινές καταστάσεις. Περισσότερο εξυπηρετείται λοιπόν από αυτού του είδους τα φωνητικά, παρά τα εξυπηρετεί.
Με αφορμή τα όσα γράφονται και στο ήδη επίμαχο άρθρο του περιοδικού Paste περί του "θανάτου του indie", πολλοί θα αναρωτηθούν γιατί τελικά ένα άλμπουμ με τις αρετές του Garden Of Lady Walton να μην καταστεί αγαπημένο των ακροατών του Τρίτου Προγράμματος ή των αναγνωστών του Classic CD και να απασχολεί εμάς που χθες ασχολούμασταν με τους Burzum και τους Pavement και αύριο θα ασχολούμαστε με το νέο ρεύμα electro; Μα, ακριβώς επειδή δεν πρόκειται όντως για έναν δίσκο νεοκλασσικής μουσικής. Κι αυτό συμβαίνει επειδή η νεοκλασσική μουσική αναδύει τελικά την μυρωδιά της ναφθαλίνης περισσότερο και από την κλασσική. Ενώ οι Clogs είναι τελεσίδικα μουσικοί που απευθύνονται σε ακροατές με σύγχρονο αισθητήριο.
O δίσκος είναι ένα ουσιαστικό βήμα πέρα από το ήδη αριστουργηματικό Lantern, παρότι οι περισσότεροι υποψιαζόμασταν αβάσιμα ότι ίσως δεν υπάρχει αυτό το βήμα.