Ο τίτλος προδίδει ρομαντική και λυρική απαισιοδοξία αλλά και αποστασιοποίηση από την τρέχουσα πραγματικότητα και το πρώτο άκουσμα επιβεβαιώνει αυτήν την εντύπωση, δείχνοντας ότι αυτή η τετράδα από το Seattle (όπου όλοι συνεισφέρουν και στα πλήκτρα) έχουν τις δικές τους ιδέες γι' αυτό που σήμερα λέγεται (αναβίωση του) prog rock.
Το 'Paper Gods' που ανοίγει τον δίσκο είναι αρκετά αντιπροσωπευτικό, με την φιλόδοξη εισαγωγή, έντονο ρυθμό και ήχο δυναμικό αλλά όχι σκληρό που δεν παραμένει στατικός, αποχρώσεις garage, μια ιδέα ψυχεδέλειας και τον Justin Schwartz να ανακαλεί στην μνήμη μια σειρά σκοτεινών τροβαδούρων (με τον Julian Cope πρώτο στη σειρά) ιδίως όταν φλερτάρει με την pop, καθώς φιλοσοφεί ότι οι ελπίδες και τα όνειρα είναι πραγματικά όσο τα σκίτσα σ' ένα λευκό χαρτί, μπορούν όμως να σβηστούν και να ζωγραφιστούν απ' την αρχή.
Ρομαντικός και απαισιόδοξος λυρισμός, ντυμένος με analog synth ήχο, ένα πυκνό μουσικό κράμα που απλώνει τις αναφορές του σε τρείς δεκαετίες -από το βρετανικό progressive των 70's μέχρι το post-punk του τέλους των 90's με την μερίδα του λέοντος στην σκοτεινή pop των 80's- και που, στις καλύτερες στιγμές του, καταφέρνει να τις συγκαλύπτει και να παρουσιάζεται σχεδόν ομογενές. Αυτό συμβαίνει και στην μάλλον δεύτερη καλύτερη στιγμή του δίσκου (εκτός από το 'Paper Gods'), το ελκυστικό 'A Cut Of The Money', με τον σκοτεινό λυρισμό της φωνής και την κιθάρα που πηγαινοέρχεται στις δεκαετίες. Ξεχωρίζουν επίσης το 'El Fang Dorado' (ένα από τα δύο instrumental) με τον επείγοντα ρυθμό και την κιθάρα που διαγράφει με βιασύνη λυρικά τοπία και το 'Black Boomer-ang' με τα μυστηριακά keyboards.
Οι Cobra High δείχνουν αβέβαιοι ανάμεσα στις πολλές επιρροές τους, όπως φαίνεται και στα δύο τελευταία (τo 'See Two Suns' και 'A Leaded Trace'), τα οποία που μοιάζουν με ασκήσεις ύφους καθώς πειραματίζονται με διαφορετικούς ήχους (το πρώτο electro ατμοσφαιρικό και το δεύτερο μια σκοτεινή λυρική μελωδία βγαλμένη από τα 70's).
Pop-punk λοιπόν, η οποία αν και ξενίζει με τις -συχνά ευθείς- αναφορές του στο progressive των 70's και τις ακόμη περισσότερες στα 80's, καταφέρνει ωστόσο να διατηρήσει την επαφή του με το σήμερα, παρουσιάζοντας αρκετές φορές ένα ενδιαφέρον μίγμα -δυναμικό όσο και λυρικό, σκοτεινό όσο και ελκυστικό- κρατώντας όμως πάντα διακριτική απόσταση από την πλειοψηφία των σημερινών ακουσμάτων. Οι ίδιοι υπερασπίζονται την θέση τους: "they're searching all around for the latest, greatest sound, these kids from the underground... we can do that devil dance and make a cut of the money (but oh no!)"