Θα ήθελα αγαπητέ μου αναγνώστη αυτή τη φορά να μοιραστώ μαζί σου κάποιες σκέψεις που αφορούν τις προτηγανισμένες πατάτες, που αποτελούν (αν και δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει δυστυχώς) σημάδι της παραζάλης του σύγχρονου πολιτισμού. Λοιπόν, ένας γνωστός που έχει εντρυφήσει στην τέχνη της γκουρμεδιάς και ήταν γνώστης των τερψιλαρυγγίων, μου είχε αποκαλύψει πως πριν καθίσει σε οποιοδήποτε φαγάδικο, ρωτούσε αν έχουν προτηγανισμένες πατάτες. Εάν του απαντούσαν καταφατικά, τους χαιρετούσε και έφευγε. Γι' αυτόν, η προτηγανισμένη πατάτα ήταν ένδειξη έλλειψης αγάπης για το καλό φαγητό. Θα μου πεις τώρα τι κακό έχουν οι προτηγανισμένες πατατούλες;
Απεναντίας, όλες έχουν ωραίο χρώμα, ωραίο σχήμα, ίδιο μέγεθος όλες, ίδιο χαρακτήρα υπάκουο και ήρεμο, καλούς τρόπους συμπεριφοράς μέσα στο λάδι και γενικά είναι η χαρά του μάγειρα στα εστιατόρια. Αλλά, ρε παιδί μου, όπως και να το κάνουμε, οι γευστικοί σου κάλυκες δεν νοιώθουν αυτή τη γευστική ολοκλήρωση που νοιώθουν όταν καταβροχθίζεις τις πατάτες της μαμάς σου. Κάτι λείπει, κάτι σου δημιουργεί την αίσθηση ανολοκλήρωτου.
Θα μου πεις τώρα, καλά ρε φίλε γιατί μου τρως το χρόνο μου με τις προτηγανισμένες πατάτες; Τι σχέση έχουν με τη μουσική; Κι όμως, έχουν. Όχι μόνο με τη μουσική, αλλά και τη ζωή σου ολόκληρη. Γιατί, όπως στις προτηγανισμένες κυριαρχεί η ομοιομορφία και η ποσότητα σε βάρος της ποιότητας, έτσι και όλα όσα συνιστούν την καθημερινότητά σου τείνουν στην ομοιομορφία και την εξίσωση προς τα κάτω.
Στη μουσική συγκεκριμένα, όπως σου εκμυστηρεύτηκα και άλλες φορές εκείνο που με πληγώνει είναι η αφόρητη επανάληψη. Στα περισσότερα των cdιών, δεν αντιλαμβάνεσαι πότε τελειώνει το ένα άσμα και πότε αρχίζει το άλλο, λόγω της ομοιότητάς τους. Αυτό ισχύει και για τα cdιά της ίδιας μουσικής συνομοταξίας. Το μόνο που αλλάζει είναι το εξώφυλλο. Γι' αυτό και κάθε τι που παρεκκλίνει από αυτόν το γενικό κανόνα, είναι ευπρόσδεκτο. Έτσι και το "76/77" των Cobra Killer, είναι ένα διαμαντάκι που λάμπει και προσπαθεί σου τραβήξει τη προσοχή.
Αλλά ας ξετυλίξουμε τα πράγματα από την αρχή, που τοποθετείται την εποχή κατά την οποία η Gina V. D' Orio και η Annika Line Trost στην ηλικία των 12/13 χρόνων άρχισαν να παίζουν σε διάφορα συγκροτήματα. Το 1998 σχηματίζουν το συγκρότημα Cobra Killer στο Βερολίνο και σαπορτάρουν το 2002 Peaches και Sonic Youth. Οργώνουν τον πλανήτη δίνοντας συναυλίες και φέτος κυκλοφορούν το τρίτο τους άλμπουμ το "76/77", που είναι η χαρά του διαφορετικού, αν και περισσότερες περιγραφές το χαρακτηρίζουν μόνο με τον όρο electropop.
Πράγματι, τα δύο πρώτα tracks είναι ταγμένα στο electropop ιδίωμα και μάλιστα των 80's. Βέβαια το πρώτο, το 'Let's have a problem', είναι με αγγλικό στίχο, και το δεύτερο, το 'Mund auf-augen zu', με γερμανικό στίχο και πιο βαρύ ήχο, ο οποίος αναδεικνύει πιο έντονα και τη διαφορά της γενικής ακουστικής ατμόσφαιρας, που προέρχεται αποκλειστικά και μόνο από τη χρήση άλλης γλώσσας πέρα από την αγγλική. Το 'Chemie des alltags' είναι ένα υβρίδιο που πηγαινοέρχεται από την electropop στο garage και τούμπαλιν. Το 'L.A. shaker', ένα λικνιστικό τραγούδι, αρχίζει με κιθάρες που θυμίζουν Gun Club, σε λίγα δευτερόλεπτα παραπέμπουν στο 'These boots are made for walking' και μετά στους Cramps, ενώ από πίσω ξεχωρίζουν τα τρεμουλιαστά riff από τα πλήκτρα. Ίσως η φωνή στο συγκεκριμένο άσμα θα έπρεπε να είναι λίγο πιο πάνω από την οργανική βάση. Το 'Tenthousand tissues' βασίζεται στη γραμμή του μπάσου, τα τύμπανα και την φωνή που επιμένει να επαναλαμβάνει τον τίτλο του τραγουδιού. Το 'Without a sun' είναι επίσης mid-tempo με φιλτραρισμένα φωνητικά, τονισμένο μπάσο και είναι ταγμένο στο να σε κάνει να κουνάς το ποδαράκι σου συνεχώς στο ρυθμό.
Το 'High is the pine' κινείται στο χώρο της μπαλάντας, με την κιθάρα να ελαφραίνει τη στοιχειωμένη ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα πλήκτρα. Το 'I like it when it burns a bit' με φωνητικά Erick D. Clark και adult rock κιθάρες, διαφοροποιεί το κλίμα του δίσκου συνεισφέροντας στο παιχνίδι της ανατροπής που αποτελεί βασικό σκοπό των δύο κοριτσιών. Το 'Needle sharing' με τα προφανή υπονοούμενα, χαρακτηρίζεται από το απρόσμενο break που απαιτεί ευφυΐα για να δημιουργηθεί. Το 'Ledercouch' με hip hop άνοιγμα, επαναφέρει τα πράγματα στην electropop και την ευφρόσυνη μελωδικότητα της γερμανικής γλώσσας και διαθέτει προαποφασισμένο άγχος που δύσκολα το αγνοείς. Το 'Cobra movement' που ξεκινά με υπνωτική γυναικεία φωνή και μετατρέπεται σε αυτό που παλιά (πολύ παλιά για να πω την αλήθεια) χαρακτηρίζαμε σαν τραγούδια "shake" -δηλαδή αυτά που χόρευαν οι γιεγιέδες-, είναι up-tempo με αρκετά τύμπανα και χαρωπή φωνητική μελωδία, και είναι πρόσκληση σε πάρτυ (με ένα ή περισσότερα άτομα). Το 'Heavy rotation' με τζάζυ πρελούδιο, είναι και αυτό ενταγμένο στην electropop πλευρά του χαρακτήρα του group. Το τελευταίο track του άλμπουμ, το 'Yes, I'm finished' έχει σκληρές κιθαριές και αρκετά διαλείμματα των φωνών, γεγονός που αφήνει χώρο να αναπνεύσουν τα τύμπανα.
Οι στίχοι γενικά είναι να'χαμε να λέγαμε, αλλά αυτό είναι προς τιμή τους καθώς δείχνει μια αποστροφή στη δήθεν φιλοσοφία και τη μανιέρα "θα σώσουμε τον κόσμο". Όσον αφορά το παρουσιαστικό τους (για να αφήσουμε και τον ανδρικό σεξισμό να εκδηλωθεί), θυμίζουν τα γυμνά μοντέλα φωτογραφιών του Helmut Newton, αλλά αυτές είναι ντυμένες.
Ελπίζω αγαπητέ μου αναγνώστη να μου δοθεί η ευκαιρία να ακούσω και τις προηγούμενες δουλειές τους.