Οι φανατικοί οπαδοί της Sub Pop έπαθαν παράκρουση μόλις έμαθαν πως η επόμενη κυκλοφορία της δεν είναι το νέο των Mudhoney αλλά το τέταρτο άλμπουμ των "φριχτών" αδελφών Casady που μόλις μετακόμισαν απ'την Touch & Go του Chicago στην εταιρία του Seattle. Λογικό μοιάζει, αφού λίγοι είναι αυτοί που διαθέτουν αυτιά μπουριά και μπορούν να απολαμβάνουν και τους δύο. Άραγε σε ένα δημοψήφισμα με συμμετοχή και των 6.811.200.000 κατοίκων του πλανήτη, ποιο απ'τα δύο σχήματα θα ψηφιζόταν ως το πιο δυσκολοάκουστο;
Οι CocoRosie κέρδισαν ένα τζόκερ, ένα λότο κι ένα λαϊκό λαχείο πριν από τον παρόντα δίσκο. Τζόκερ ο τζαζ πιανίστας Gael Rakotondrabe που δούλεψε και με τη Royal Dutch Orchestra και ο οποίος τις ανέβασε σε μουσικό επίπεδο και προσλήφθηκε αμέσως ως μόνιμος. Τα φτωχά ηλεκτρονικά χούτσου χούτσου, οι οξείς ήχοι και η άρπα περιορίστηκαν (είχαν δείξει τα όριά τους άλλωστε), το πιάνο εισέβαλε παντού αφήνοντας όμως χώρο για ήχους από πνευστά, αναλογικά συνθια και άλλες ασυνήθιστες πηγές.
Εξαιρετικό συνεργάτη βρήκαν και στο πρόσωπο του αργεντίνου ηχολήπτη Nico Kalwill που τους πρότεινε να γράψουν αρκετά απ'τα κομμάτια σ'ένα vintage studio του Buenos Aires. Ο ήχος εδώ είναι hi-fi και ζεστός και όχι σαν των πρώτων δίσκων που ακουγόταν σαν ηχογράφηση του '30 σε τετρακάναλο. Ο οποίος Nicos ανήκει και στην ίδια χημειακή ομάδα, λένε οι αδερφές. Τις πιστεύω.
Μια σημαντική ανακάλυψη ήταν και η κασέτα με ηχογράφηση της μητρός τους απ'τα seventies. Μια εξωτική, νοσταλγική μελωδία τραγουδισμένη στα τσερόκικα που έγινε η βάση του "Undertaker". Από το χτες στο σήμερα και πάλι στο χτες. Ίσως η επόμενη γενιά κοκορόζων προσθέσει τη δική της μουσική άποψη στο κομμάτι σε 20-30 χρόνια. Έχε το νου σου.
Κάθε δίσκος τους μέχρι τον τρίτο έμοιαζε να είναι πρόβα ή ντέμο του επόμενου και η λογική συνέχεια του τρίτου θα ήταν ένα σχεδόν mainstream album με στρωτά τραγούδια και πολύ beat. Δεν έπεσαν σ'αυτό το λάκο που θα μας έκανε να τις διαγράψουμε απ'τις 'έχω ν'ακούσω' λίστες μας. Και δεν ξανακάλεσαν και τον Antony επίσης. Παραμένουν εκλεπτυσμένα weird, σε ανατριχιάζουν, σου φορούν χαμόγελο, σε φορτίζουν θετικά. Με φωνητικά που άλλοτε έχουν την Μum παιδικότητα κι άλλοτε ακολουθούν το δρόμο του δοξαριού. Η δομή και ενορχήστρωση απέχει λίγο απ'των... Mudhoney. Το "Hopscotch" για παράδειγμα αρχίζει με μια παιδική εισαγωγή σε στυλ 'δεν περνάς κυρά Μαρία', μπαίνει ένα breakbeat, μια φωνή αλα Marissa Nadler, ένα ragtime πιάνο μεταξύ των κουπλέ, κι ένα φλάουτο που ξανακαλεί την... κυρά Μαρία. Διαφορετική διάταξη και όργανα μας περιμένει στο επόμενο. Δεν είναι ωραίο όταν, εκεί που νομίζεις πως τα άκουσες όλα και περιμένεις το fade-out να εμφανίζεται ένα κλαρινέτο για ημίλεπτο σόλο; Είναι. Τελειώνω: Ψάχνεις ανήσυχο γκρουπ με ιδέες;
Και το εξώφυλλο, αν και χάλι, δεν κινδυνεύει να ψηφιστεί στα χειρότερα ever όπως η ζέβρα που ξερνούσε ενώ συμμετείχε σε τρίο στο "Noah's ark". Ο Gael Rakotondrabe να επιλέξει το επόμενο!