Είχαμε αφήσει, λοιπόν, τις Κοκορόζες εκεί που ούτως ή άλλως τις είχαμε πρωτοβρεί. Στον ανεξήγητο ρόλο ενός από τα πιο διχαστικά γκρουπ της γενιάς τους. Ανεξήγητο, γιατί όσοι από τη μία κατάφεραν να σιχαθούν το γενικότερο freaky attitude, μάλλον έχουν πολύ χρόνο για χάσιμο. Μιλάμε για γκρουπ που οι δυνατότητές του στην παραγωγή συναισθηματικού αντίκτυπου συναγωνίζονται αυτές μπογιάς που κοιτάς να στεγνώνει στον τοίχο. Από την άλλη, εξίσου σταθερά με εκπλήσσουν και όσοι φαν αναγνωρίζουν ως κατόρθωμα των αδερφών Casady την ικανότητά τους να μένουν σταθερά στα όρια ενός (μεγάλου μεν αλλά πάντα) cult σημειολογικού πεδίου αναφοράς. Τι θα μπορούσαν δηλαδή να προσφέρουν στο mainstream και μας κάνουν τη χάρη να μην το πλησιάζουν; Αν ας πούμε τα διάφορα folkadelic-ο-toy κουδουνίσματα είχαν αντικατασταθεί από προσβάσιμα beats και flamenco κιθάρες θα άνοιγε ο δρόμος της μαζικής καταξίωσης; Από όσο γνωρίζω κάτι τέτοιο χρειάζεται και κάτι που ονομάζεται ''τραγούδια'' και αν οι CocoRosie έχουν μέσα τους ένα ''Girls Just Want to Ηave Fun'' ή ένα ''Leave a Light On'' και το κρύβουν από άποψη, πρέπει να τους αναγνωριστεί ότι το κρύβουν πολύ αποτελεσματικά.
Πιο λογική ακούγεται (και τελικά μάλλον αυτή καθορίζει τη γενικότερη ενόχληση) μια ''εξ αριστερών'' αντίδραση στο credit που κερδίζει ένα μουσικό σύνολο που ενώ έχει κινηθεί σε μία ολοφάνερα underachieving λογική, σού ήταν αδύνατον να δηλώσεις αδιάφορος απέναντί του χωρίς να νιώθεις από το ευρύτερο περιβάλλον πως ήρθε σπίτι σου το πνεύμα του Albert Ayler για καφέ και εσύ δεν είχες σφουγγαρίσει. Είναι όμως και μια ενόχληση λίγο τραβηγμένη. Υπάρχουν εγκλήματα που, συνήθως ασυναίσθητα, διαπράττουν γκρουπ όπως αυτό και οι δύο αδερφές τα έχουν αποφύγει. Είναι ''weird'', αλλά εις βάρος της μουσικής τους εξέλιξης, όχι εις βάρος της αισθητικής σου. Δημιουργούν στο όνομα του ''απόκοσμου'' χαρακτήρα της μουσικής τους ένα κενό ανάμεσα σε αυτές και τον ακροατή, αλλά όχι περισσότερο επιτηδευμένο από αυτό που δημιουργούν όλοι οι άλλοι. Μπορείς να βάλεις στη σούμα στιλ, ύφος, τις όποιες μουσικές ικανότητες και τα (μη) τραγούδια και στο τέλος να αποφασίσεις ότι πολύ κακό για το τίποτε. Δεκτό. Αν όμως σε ενοχλούν στα σοβαρά τα φωνητικά περισσότερο από των mum ή της Bjork ας πούμε, τότε είσαι λίγο άδικος ή έχεις πέσει θύμα του ιδιοσυγκρασιακού τους μύθου.
Υποτίθεται πως το μη κατατάξιμο της μουσικής τους, αποτελεί ένα μεγάλο τους χαρτί. Και η αλήθεια είναι πως έχει παρατονισθεί, αλλά δεν είναι ψέμα. Στο δίσκο αυτό βοηθάει λίγο περισσότερο, γιατί πια έχει επέλθει μια ισορροπία ανάμεσα στη lo-fi ( έως... no-fi) λογική των πρώτων χρόνων και τα όποια ηλεκτρονικά, πιανοειδή και χιπχοπίζοντα στοιχεία (ή καλύτερα τις υποψίες αυτών) χρησιμοποίησαν στις τελευταίες τους προσπάθειες. Είναι ακόμη δύσκολο να παραπέμψεις κάπου για να το περιγράψεις - θα πρέπει να σκεφτώ κάτι που να περιλαμβάνει την Joanna Newsom μεθυσμένη και δε θέλω. Κατά βάση οι δύο αδερφές αφού απέφυγαν τις υπερβολές και απέκλεισαν τα πολλά σύνθια και κάθε γενικότερη εξωτερική βοήθεια, έμειναν οι δυο τους και το πνεύμα των αρχικών άλμπουμ. Και για πρώτη φορά συνδυάζουν μια μίνιμαλ λογική με τη γείωση που έφεραν τα δέκα χρόνια πορείας, κάτι που δε θα αλλάξει τη γνώμη όσων δεν τις συμπαθούν, αλλά τουλάχιστον θα τους κάνει να καταλάβουν περισσότερο τι είναι αυτό που δε συμπαθούν.
Από τραγούδια, το εναρκτήριο ''Forget Me Not'' ανήκει στα καλύτερα. Μέσα στους παιχνιδοήχους και τις ναρκωμένες ρίμες κρύβεται μια γλυκιά κλιμάκωση που προσφέρει στοιχεία μουσικότητας, την ύπαρξη της οποίας αρέσκονται να υπενθυμίζουν οι κακεντρεχείς. Το ''Un Beso'' από την άλλη έχει μια ψιλοεθιστική υποψία beat, καλοκαιρινό feeling και προσφέρει μια νοητική περιήγηση σε τοπία που περιγράφονται επακριβώς μέσα από στίχους όπως ''finger fucking the fireflies, spying on the masturbating snails'' πράγματα που όλοι δηλαδή έχουμε κάνει στον ελεύθερο χρόνο μας. Στο ''Τim and Tina'' πάντως το αφηγηματικό τους ταλέντο συναντά τα όριά του και σε κάνει να σκέφτεσαι τι ώρα να κλείσεις εκείνο το ραντεβού για το κούρεμα.
Η πιο εκνευριστική στιγμή του δίσκου είναι το ρεφρέν (;) του ''Lost Girls'', μάλλον ό,τι καλύτερο μας έχουν παρουσιάσει ποτέ. Και είναι εκνευριστική, επειδή σε κάνει να αναρωτιέσαι τι θα μπορούσαν να πετύχουν οι Κοκορόζες αν έπαιρναν πιο σοβαρά τον εαυτό τους και τις μουσικές τους δυνατότητες, γιατί σε αντίθεση με όσα τους καταλογίζουν αυτό που παίρνουν στα σοβαρά δεν είναι ο εαυτός τους, αλλά οι ακροατές τους. Αλλά δεν μπορείς να αλλάξεις αυτό που και στον παρόντα δίσκο αποδεικνύουν ότι είναι οι δύο αδερφές. Συνειδητοποιημένα γραφικές, οριακά ενδιαφέρουσες αφηγήτριες και με -λίγες- κρυμμένες αρετές που οι ίδιες έχουν επιλέξει πως πρέπει να ανήκεις στους φίλους για να τις ψάξεις. Κάτω από τους κακόφωνους λυγμούς, τους primitive ήχους και τους προκλητικούς στίχους, κρύβεται ένα γκρουπ που είναι εξίσου εμπνευσμένο και αδιάφορο, ικανό να κάνει δίσκους απλοϊκούς μέσα στο άγχος της φιλοδοξίας τους και όμορφους όταν σε πιάνουν απροετοίμαστο.
Εχθροί και φίλοι διαλύονται ησύχως, λοιπόν. Κανείς άνθρωπος δεν δικαιούται τον ελεύθερο χρόνο που έχουν όσοι σιχαίνονται ή θαυμάζουν τις αδερφές Casady. Τώρα που κάνει τον κύκλο της η όποια ηχητική διαδρομή ήταν προορισμένες να διανύσουν, καταλαβαίνει και ο τελευταίος ακροατής πως μιλάμε για ένα πολύ εύκολο γκρουπ. Στην πραγματικότητα κάθε μουσικό σύνολο με κύριο γενετικό του υλικό την αποδομητική δράση εντός της ποπ φόρμας ή καταφέρνει να κάνει την υπέρβαση και να ορίσει έναν νέο κόσμο εντός της... αποδόμησης ή απλά επιζεί. Οι CocoRosie ήταν πάντα φανερό πως δεν μπορούσαν το πρώτο, από αυτή την άποψη όσοι υποστηρίζουν πως συζητήθηκαν περισσότερο από όσο τους άξιζε έχουν μάλλον δίκιο. Αλλά τουλάχιστον αυτός ο δίσκος, περισσότερο από κάθε άλλον, δείχνει πως αυτό δεν είναι και λόγος για να τις μισείς. Αν αρχίσει κανείς να τις λέει και αυτές ''ξωτικά'' το συζητάμε.