Η συνταγή που κατά γράμμα κι ευαγγελικά ακολουθούν οι C.O.D.E. στο ντεμπούτο τους περιγράφεται ευκολότερα από ό,τι νομίζεις. Όταν αρχίσεις να τη σκέφτεσαι ή πριν ξεκινήσεις να τη λες, σε προβληματίζει. Άπαξ και κάνεις την αρχή όμως, η γλώσσα πάει ροδάνι. Απλά αναφέρεις τι αυτή περιλαμβάνει κι αφήνεις τα συστατικά να μιλήσουν από μόνα τους: ηλεκτρονικά και προγραμματισμό, (πραγματικές) κιθάρες, ενίοτε πρίμες και σε αντιφωνία με τις συνθετικές μπασογραμμές, γυναικεία φωνητικά λιγάκι τσιμπημένα στην τελική μείξη, με φίλτρα, έκο κ.λπ. Αυτομάτως, το μυαλό τρέχει ένα recovery data και σου ανταπαντά ότι αυτή ακριβώς τη (σκοτεινή; χμ, δεν είναι τυχαίο που το ξέχασες) electro-pop την έχεις δει να φοριέται πολύ κατά καιρούς και όσες φορές αναζήτησες την άκρη του μίτου της έφτασες κάπου στις αρχές των eighties, αλλά αόριστα. Είναι απ' τις τεχνοτροπίες που ο πρώτος που τις εφάρμοσε ή εφηύρε, ξέχασε να παντεντάρει με τ' όνομά του. Σήμερα, διεκδικείται από ένα πλήθος, οι μάρτυρες αντιφάσκουν κι οι ένορκοι είναι τόσο μπερδεμένοι μ' όλο αυτό το αλαλούμ αντιγραφών που χασμουριούνται σαν λιοντάρια στον ήλιο. Μάλλον η υπόθεση στο τέλος θα παραγραφεί και δικαίως.
Έλα, ωστόσο, που στο "Culture Of Digital Elegance" το electro-κάτι πηγαίνει με βήμα electro-ροκίζοντος και κόντεψε να 'ναι τέτοιο και με αισθητική άποψη κιόλας, ασχέτως αν τελικά δεν το κατάφερε. Είναι δε, τόσο επαρκής η γνώση της μουσικής ακουστικής και της τεχνολογίας του ήχου, μάλλον τον Μίλτο Σχηματαριώτη, υπεύθυνο για το programming, πρέπει να κοιτάξουμε, ίσως όμως κι όχι, που οι C.O.D.E. πετυχαίνουν μια πολύ καλή δική τους παραγωγή στο στούντιο. Με ογκώδεις αλλά πεντακάθαρες ενορχηστρώσεις κι ορθότατο mixing φωνής και κιθάρων με το συνθετικογενές υπόλοιπο. Κι αυτό όχι απλώς δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη, αναδεικνύει και αυτήν τη σε στιγμές progressive πλευρά των τραγουδιών τους που γίνονται επεμβατικά άκρως εύηχα, χωρίς να διεκδικούν συνάμα βραβείο σύνθεσης ή Νόμπελ πρωτοτυπίας. Τουναντίον, αυτή ακριβώς η έλλειψη ταυτότητας και προσωπικού ύφους καθιστά πολύ στενό το πλαίσιο του παρόντος. Μαζί με την επίπεδη ροή, τη στυφή από φαντασία, αλλά και τη μεταφορικά ανώριμη φωνή της Βίκυς Φυσίκα που προτάσσει ένα μεταλλικό σφρίγος και οδηγεί τα κομμάτια συμπαθητικά, εντούτοις για να ολοκληρωθεί θέλει κι άλλα στοιχεία.
Βεβαίως, κατά τα υπόλοιπα, η ως είθισται τακτική του στησίματος ενός άλμπουμ του χώρου, ακολουθείται σύμφωνα με το πρωτόκολλο: αισθησιακό εξώφυλλο, ένα intro κι ένα instrumental κοντά στη μέση δεν έπρεπε να πω καν ότι υπάρχουν, τα θεωρούσα αυτονόητα, όπως και είναι άλλωστε. Πάγιες τακτικές για να μπαίνεις στο κλίμα του δίσκου σιγά και με το μαλακό, όπως λέγαμε κάποτε.
Όπου το όλο πακέτο δουλεύει καλά κι ο αρκετά ευρωπαϊκός ήχος ισορροπεί τη δυναμική του, σε τραγούδια όπως το "Face" και το "No Bliss" δηλαδή, το αποτέλεσμα αποκτά άνεση και γίνεται ελκυστικό. Για χρόνια κρατούσα την ερώτηση για το πώς θα έπαιζαν στις μέρες μας οι Propaganda αν είχαν κιθαρίστα με ροκ πρότερο βίο και αποφάσιζαν και του λόγου τους να εκμεταλλευτούν τις τεχνολογικές εξελίξεις. Όχι ότι βρήκα εδώ την απάντηση, κάπως την ψυλλιάστηκα γενικά ας πούμε...
Η καλή μου διάθεση με κάνει σήμερα να δώσω στους C.O.D.E. όλα τα ελαφρυντικά που μπορούν να δοθούν υπό προϋποθέσεις σ' ένα ανεξάρτητο πρώτο άλμπουμ που ομόψυχα οι εμπλεκόμενοι δείχνουν να πιστεύουν με φοιτητικό νεύρο. Είναι σαφέστατο εντούτοις ότι η συνθετική του αγουράδα είναι υπεράνω των όποιων θελήσεων και προθέσεων, λειτουργεί ως ταβάνι. Χαριστικά το λοιπόν και μετά πολλών κόπων, βασάνων κ.λπ., αλλά δε μας δέσανε και πισθάγκωνα, καλά περάσαμε, σχεδόν...