Ο Μπάμπης χρόνια πριν όταν έγραφε για το ντεμπούτο album των Coldplay "Parachutes", παρόλα τα θετικά σχόλια εξέφραζε αμφιβολίες για το αν θα παραμείνουν το ίδιο ενδιαφέροντες μετά από τρία album. Και αν πάρουμε τη λογική που υπαγορεύει ένα καλό πρώτο, ένα πολύ καλύτερο δεύτερο, ένα αισθητά λιγότερο καλό τρίτο album και μετά το χάος, η οποία ισχύει σε μεγάλο βαθμό έως τώρα και στην προκειμένη περίπτωση, σε συνδυασμό με όλο το "ένοχο" παρελθόν (δημοσιότητα frontman-ψίθυροι για αντιγραφές κομματιών κ.τ.λ.), τότε σίγουρα ήταν πολύ αυτοί που περίμεναν στην γωνία για να κρίνουν το τέταρτο album τους.
Ξεκινώντας από τον τίτλο, σίγουρα δεν συναντάμε κάθε μέρα το "Viva la Vida or Death and All His Friends" σαν τίτλο, του οποίου το πρώτο μέρος παραπέμπει σε πίνακα της Frida Kahlo και το δεύτερο μάλλον για όλο το υπόλοιπο album, αφού παραπομπές στον θάνατο, στον θεό και στον πόλεμο συναντάμε σχεδόν σε όλα τα κομμάτια (ό,τι περισσεύει αναφέρεται "κλισολογικά" στον έρωτα). Και αυτή είναι και η πρώτη αισθητή διαφοροποίηση σε σχέση με τους προηγούμενους δίσκους, αφού ποτέ άλλοτε δεν είχαν καταπιαστεί με τέτοια θέματα. Ακόμα υπάρχουν παραπομπές σε πολλά μέρη του κόσμου, από την Ιαπωνία, την Λατινική Αμερική και την Ιερουσαλήμ μέχρι τη Ρώμη και το Λονδίνο, λογικό ίσως αν σκεφτεί κάποιος την πολυπολιτισμικότητα του δίσκου και το γεγονός ότι απευθύνεται σε μια ευρεία γκάμα πληθυσμού. Συνολικά, αμφιβάλλω τόσο για τα κίνητρα, όσο όμως και για την αίσθηση που μου αφήνουν τελικώς οι στίχοι, αφού πέραν της αρχικής εντύπωσης που προκαλούν μάλλον δεν βγαίνει κάτι αξιόλογο, πέραν ίσως του Yes όπου το "...But I'm so tired of this loneliness" κλείνει πονηρά το μάτι σε πολύ κόσμο.
Στην μουσική από τα πρώτα ακούσματα καταλαβαίνεις ότι έχει κάτι αλλάξει. Λίγο οι επιρροές από την τελευταία τους περιοδεία στην Λατινική Αμερική και την Ισπανία, λίγο η ανάγκη για διαφοροποίηση, πολύ ο Brian Eno που είναι κρυμμένος πίσω από την παραγωγή, μαζί με τον Markus Darvs (Arcade Fire), σηματοδοτούν τις αλλαγές. Δεν υπάρχουν πια ούτε οι πολλές ("καθαρές") κιθάρες, αλλά ούτε και το πιάνο-σήμα κατατεθέν σε πολλά κομμάτια των προηγούμενων δίσκων. Αντ' αυτών έχουμε ένα συνδυασμό από συνθεσάιζερ, κρουστών (μέχρι και περσικού σαντουριού στο Life in Technicolor, αν διάβασα καλά) κιθάρες όχι πάντα σε πρώτο ρόλο αλλά και εκκλησιαστικών οργάνων, που διαμορφώνουν μια πιο πομπώδη, επική ατμόσφαιρα. Ατμόσφαιρα έκδηλη τόσο στο Viva la Vida όσο και στο Violet Hill, που παρεμπιπτόντως ήταν και τα δύο πρώτα singles, προϊδεάζοντας για το τι θα επακολουθούσε. Οι μπαλάντες που μας είχαν συνηθίσει οι Coldplay απουσιάζουν, με εξαίρεση το Lost? στην ακουστική του version, αφού το 42, αν και ξεκινάει έτσι, καταλήγει στο πιο κιθαριστικό κομμάτι του album. Επίσης πρωτοτυπία είναι η ένωση δύο σε ένα των εφτάλεπτων Yes και Lovers in Japan/Reign of Love. Το Life in Technicolor, καλό για να σε βάλει στο κλίμα αλλά τίποτα παραπάνω.
Εν κατακλείδι θεωρώ ότι το Viva la Vida or Death and All His Friends είναι μια επιτυχημένη επιστροφή, αφού καταφέρνει και κρατά το ενδιαφέρον, λόγω της διαφοροποίησης τόσο των στίχων του, όσο κυρίως της μουσικής του σε σχέση με τα προηγούμενα album. Και αυτό δεν ξέρω πόσο εύκολο μπορεί να είναι για μια μπάντα του μεγέθους των Coldplay. Δεν θα άντεχα με τίποτα άλλο ένα X&Y, τόσο εγώ, όσο μάλλον και οι πιο πιστοί θαυμαστές τους. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι χάνει σε εμπορικότητα, κάθε άλλο μάλιστα, αφού o στόχος είναι αυτός εξαρχής και απλώς επιτυγχάνεται με διαφορετικά μέσα.
Όσο για τον βαθμό, αναγκαστικά λίγο κάτω από το A rush of blood to the head.