Sorrow
Επανερμηνεία έργου του Γκορέτσκυ από αμερικανό σαξοφωνίστα. Του Αντώνη Ξαγά
Κάποτε υπήρχε ένα συγκρότημα, εντάξει, μεταξύ μας, όχι κάτι πολύ σπουδαίο, το όνομα όμως που είχε διαλέξει ήταν κατά κάποιον τρόπο προφητικό: Pop will eat itself. Και τούτης ακριβώς της "αυτο-κατασπάραξης" είμαστε αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες τα τελευταία κάμποσα χρόνια, σε πλείστους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας μάλιστα. Στην τέχνη ειδικότερα ποτέ δεν είχαμε περισσότερες διασκευές, sequels, remakes, revivals, remixes, recompositions, re-κάτι, re-οτιδήποτε, ποιος είπε ρε, ρε; Χάρις κυρίως στην ψηφιακή τεχνολογία το παρελθόν είναι εκεί ανοιχτό, ανυπεράσπιστο, έτοιμη λεία για όποιον πρόθυμο επίδοξο, γιατί όχι, "ελεύθερη" αγορά δεν έχουμε; Όταν δε η ποπ τελείωσε το ...γεύμα με τις σάρκες της, πήγε και παραπέρα, ξεψάχνισε κάθε γωνιά του λοιπού κόσμου, από τον πρώτο έως τον τρίτο, σιγά-σιγά επεκτάθηκε και σε μέρη τα οποία δεν θα τα χαρακτήριζε κανείς ελαφρά τη καρδία ποπ. Την κλασική μουσική ας πούμε...
Η οποία μολαταύτα, αν ταυτίσουμε καταχρηστικά τον όρο ποπ με τη λαϊκότητα, υπήρξε τέτοια από παλιά. Εκ των υστέρων δε, κάμποσα έργα της κλασικής έχουν γίνει ποπ εμβλήματα (αποσπάσματα τους για να είμαστε ακριβείς) από π.χ. τις περίφημες πρώτες νότες της 5ης του Μπετόβεν έως την ανατολή του Ήλιου του Ριχάρδου του Στράους. Από την άλλη ελάχιστα έργα της αποκαλούμενης και "σύγχρονης κλασικής" (sic) έχουν βρει το δρόμο τους για το ποπ ακροατήριο, διόλου περίεργο βέβαια, όλοι τούτοι οι σειραϊσμοί, οι δωδακαφθογγίες, οι αλεατορικές μουσικές, τα ...ελικόπτερα, οι μινιμαλισμοί, όλο το επίφοβο "πυροβολικό" της αβάν γκαρντ έχει αποξενώσει τον διαβόητο "μέσο ακροατή".
Μία από τις ελάχιστες τέτοιες εξαιρέσεις αποτελεί και η περιβόητη 3η Συμφωνία του Χένρυκ Γκορέτσκυ. Το πως μάλιστα το έργο ενός Πολωνού συνθέτη, το οποίο γράφτηκε το 1977, γνώρισε εμπορική καταξίωση (έφτασε το επταψήφιο νούμερο σε πωλήσεις) έτσι στα ...ξεκούδουνα επιτυχία 15+ χρόνια μετά, και επιπλέον σε έκδοση εταιρίας όχι από τις κατεστημένου κύρους του χώρου (της Nonesuch), αποτελεί ένα ερώτημα μυστηριακού επιπέδου. Εντάξει, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο δίσκοι και τραγούδια να γίνονται επιτυχία χρόνια μετά την πρώτη τους εμφάνιση. Συνήθως όμως υπάρχει κάποιος ορατός και με ...γυμνό μάτι λόγος, κάποια επανακυκλοφορία π.χ. συνδυασμένη με μία διαφήμιση ή μια ταινία κατά κανόνα. Κι αν η Πολωνία είχε μία καλή παράδοση στο είδος, έχοντας βγάλει, ειδικά τα χρόνια μετά το '60, ένα σωρό συνθέτες οι οποίοι μάλιστα άγγιξαν κορυφές δημοσιότητας, αυτό συνέβη κατά βάση μέσω του κινηματογράφου (άκου π.χ. Preisner και τις χρωματιστές ταινίες του Κισλόφσκυ). Στην προκειμένη περίπτωση όμως τίποτε από αυτά δεν συνέτρεξε. Να ήταν το βαρύ θέμα της απώλειας που αγγίζει τον κάθε άνθρωπο σε όλα τα μήκη και πλάτη του χώρου και του χρόνου; Να ήταν το φαινομενικά εύπεπτον του έργου, τόσο κοντά στο σαουντρακικό (sic) ύφος που κυριαρχούσε από εκείνα τα χρόνια ήδη; Να ήταν η μιμητική μόδα, το ότι ένα CD κλασικής "ψαγμένης" μουσικής πήγαινε ωραία με το ακριβά αγορασμένο σύνθετο του σαλονιοιύ της 90s ευμάρειας; Να συνέβαλε το timing της πτώσης του τείχους, με τους δυτικούς να αναζητούν "καταπιεσμένους" από τον κουμμουνισμό (sic ξανά!) καλλιτέχνες; Όλα τα παραπάνω μαζί σε μια συναστρία; (η άποψη προς την οποία κλίνω)
Όπως και να 'χει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο Γκορέτσκυ (Gorecki) και η Symphony of Sorrowful Songs του έγιναν ποπ (μέχρι και ηλεκτρονικό έπος τον έκαναν οι Lamb), προς μεγάλη είμαι σίγουρος απορία του ιδίου αλλά και των σοβαρών κριτικών της κλασικής, πολλοί εκ των οποίων ξίνισαν ακόμη περισσότερο το δυσκοίλιο ύφος τους. Η σύνθεση γαρ δεν είναι πολύπλοκη ούτε απαιτητική, έχει τίτλο λαϊκό, βρίσκει τον συνθέτη να προδίδει τις υπερ-λόγιες καταβολές του, να αφήνει την εμπροσθοφυλακή και να πηγαίνει λίγα βήματα πίσω (νομίζετε μόνο οι ροκάδες λένε ανοησίες περί "ξεπουλημάτων";)
Εν τω μεταξύ, ούτε τον Colin Stetson τον λες ελαφρά τη καρδία ποπ, κι ας λοξοκοιτάζει ενίοτε προς τα εκεί, συμμετέχοντας στις συναυλίες των Arcade Fire, στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με έναν από τους πιο ενδιαφέροντες μουσικούς των καιρών μας, από εκείνους που προσπαθούν να βρουν ένα δικό τους, έστω και δύσβατο, εκφραστικό μονοπάτι στις χιλιοπατημένες πλέον μουσικές οδούς. Στον δε νέο του δίσκο καταπιάνεται με μια ανάπλαση, ερμηνεία, μεταγραφή (reimagining το λέει ο ό ίδιος) της 3ης συμφωνίας που λέγαμε από την αρχή του κειμένου. Και έχει μαζέψει γύρω του μία καλή και άξια ομάδα συμπαραστατών εμπιστοσύνης, η συμβολή των οποίων είναι καθοριστική, από την βιολίστρια Sarah Neufeld, τον ντράμερ των ...Liturgy Greg Fox, ενώ η τριχοσηκωτική (ένα ακόμη sic) σοπράνο φωνή στο μέρος Ι είναι της αδερφής του, της Megan.
Οι επανεκτελέσεις των κλασικών έργων είναι εδώ και χρόνια το καύσιμο με το οποίο κινείται και ζει η κλασική δισκογραφία. Αν και μεταξύ μας, σσσσσς, οι περισσότερες δεν καταφέρνουν να κομίσουν κάτι το πολύ νέο και χάνονται στην αναμέτρηση με τις παλιές και παραδεδεγμένες. Εντάξει, κακό δεν κάνουν ασφαλώς, ειδικά κάποιες νεότερες και εκτός σιναφιού, όπως π.χ. εκείνη του Max Richter στις ξαναδουλεμένες "Τέσσερις εποχές" του Βιβάλντι, έχουν καταφέρει να ανοίξουν και μία γέφυρα απενοχοποιημένης επαφής της κλασικής μουσικής με το indie κοινό. Εδώ μπορούμε να εντάξουμε και αυτή του Stetson ίσως, με μια απερίφραστη διαφορά: η ερμηνεία/απόδοση του, πέστε την όπως θέλετε, είναι σαφώς ανώτερη από εκείνη της μοσχοπουλημένης της Nonesuch, σε σημείο που να ευελπιστώ ότι θα έπρεπε να γίνει η εκτέλεση-κανόνας.
Η δουλειά που έχουν κάνει οι Stetson & Σία είναι τουλάχιστον εντυπωσιακή. Δεν είναι τόσο ο οργανικός εμπλουτισμός αυτός καθαυτός, το αρχικό γαρ έργο στηριζόταν αποκλειστικά σε έγχορδα, εδώ έχουμε και πνευστά και κιθάρες και τύμπανα. Με τον τρόπο αυτό όμως το έργο αποκτά και μία άλλη δυναμική, ένα επιπρόσθετο συγκινησιακό βάρος, κατά στιγμές αγγίζει το οικείο μας post-rock Constellation (διόλου τυχαία, εκεί ηχογραφεί κιόλας), το άνοιγμα της τρίτης κίνησης θα μπορούσε να βρίσκεται σε ένα από τα τελευταία φαραωνικά δημιουργήματα των Swans. Τονίζοντας έτσι και τον ίδιο τον πυρήνα του έργου: ένα memento mori, η έκφραση της ανέκφραστης θλίψης, της θλίψης της απώλειας, της πιο ακατανόητης, της πιο άδικης, εκείνης που δεν γίνεται ποτέ "συνήθειά μας": ενός παιδιού (θυμάμαι μια ρωσική παροιμία λέει "η νεαρή νύφη κλαίει μέχρι το ξημέρωμα, η αδελφή κλαίει μέχρι να πάρει χρυσό δαχτυλίδι, η μάνα κλαίει μέχρι να πεθάνει"). Αυτή βρίσκεται στην καρδιά κάθε μίας από τις τρεις "κινήσεις", από το προαιώνιο σύμβολό της την Παναγία, σε έναν νεκρό στρατιώτη στην εξέγερση της Σιλεσίας και σε μια κοπέλα φυλακισμένη της Γκεστάπο η οποία γράφει στη μάνα το τελευταίο παρηγορητικό(;) γράμμα.
Από τα πρώτα βαθιά μπάσα φυσήματα στο υπερμέγεθες σαξόφωνο του Stetson μπαίνεις στο μέλαν ποτάμι, η μουσική κυλάει αργά, σκοτεινά και βαθιά, επιβάλλοντας μία ατμόσφαιρα καταχθόνια, χθόνιος εκ τους χους, χώμα, αναπόφευκτη η ετυμολογία μας παρασέρνει στην κατάληξη της ματαιότητας. Ειδικά το πρώτο μέρος είναι εκείνο που ξεχωρίζει, που συμπυκνώνει ίσως ολόκληρο το έργο, μία πλήρης σύνθεση η οποία ξεκινά με μια ήσυχη δραματικότητα για να κλιμακωθεί στην κορύφωση της απελπισίας και από εκεί να φτάσει στην λύτρωση. Λύτρωση; Λένε ότι η τέχνη τρέφεται από την θλίψη. Λυτρώνει κιόλας;
Ο καθένας αναζητά τον δικό του δρόμο για την γαλήνη... Στο στρατιωτικό γερμανικό νεκροταφείο στο Vladslo του Βελγίου, σε μία γωνιά του υπάρχει ένα γλυπτό. Λέγεται "οι Πενθούντες γονείς", είναι και δύο γονατιστοί, ο πατέρας έχει το βλέμμα στυλωμένο στο τάφο του παιδιού, η μητέρα έχει το κεφάλι πεσμένο στο στήθος. Είναι της Kaethe Kollwitz. Το έφτιαξε για το δικό της χαμένο παιδί. Στους συχνούς παραλληλισμούς που κάνουμε ανάμεσα στις τέχνες, θα αναλογιζόμουν το "Sorrow" σαν soundtrack του έργου αυτού...
The rest is silence που λέει και ο Σαίξπηρ...