The Love It Took To Leave You
O Αμερικανός πειραματιστής μετά από κάμποσες συνεργατικές περιπέτειες εδώ σε έναν δίσκο 'me, myself και τα... σαξόφωνα μου'. Του Άρη Καραμπεάζη
Το πρώτο πράγμα που δυσκολεύεται να αφομοιώσει κανείς είναι ότι πρόκειται για το πρώτο επικεντρωμένα προσωπικό άλμπουμ του σαξοφωνίστα Collin Stetson εδώ και εφτά χρόνια, δηλαδή από όταν είχε κυκλοφορήσει το ‘All This I Do For Glory’, όπου και εκεί το concept κινούνταν σε βαριά και ασήκωτα θέματα, δηλαδή κάπου ανάμεσα στην αγάπη και στον θάνατο, που είναι και τα δύο πιο σοβαρά ζητήματα της ζωής (η οικονομία ήρθε αργότερα).
Είτε που τον ‘συναντάμε’ συχνά - πυκνά και υπό διάφορα concept τύπου σάουντρακ κλπ, που πάντοτε υπολείπονται της ατόφια προσωπικής δισκογραφίας, στον βαθμό που εξυπηρετούν συμφέροντα τρίτων, είτε που η παρουσία του στα του indie rock τεκταινόμενα (κυρίως) και σε διάφορες άλλες συνεργασίες είναι επιβλητική, ακόμη και όταν τυχόν είναι περιστασιακή, ο Stetson φαίνεται να μας απασχολεί ακόμη και όταν δεν μας απασχολεί.
Αν θέλουμε πάντως να είμαστε ειλικρινείς, ο δίσκος εκείνος στον οποίο πρέπει να επιστρέψουμε για να ταξινομήσουμε στα σωστά του γράδα το φετινό πέρσοναλ Στέτσον ΛΠ, είναι τελικώς το ‘Sorrow’ του 2016, το οποίο και είχε απασχολήσει με ενθουσιασμό και τον Αντώνη Ξαγά εδώ στο MiC. Θυμάμαι ότι όλοι τότε αγοράζαμε εκείνο τον δίσκο, έχοντας την αίσθηση ότι κρατάμε στα χέρια μας κάτι σπουδαίο. Αν θέλουμε να είμαστε ακόμη πιο ειλικρινείς, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να θυμηθούμε πόσο πραγματικά τον ακούσαμε και τότε και έκτοτε.
Επί της αρχής η συνδυαστική επισκόπηση των δύο δίσκων είναι άτοπη. Εκεί ο Stetson είχε την εκλεκτή Σία για την οποία μιλάει και ο Ξαγάς στο κείμενο του, εδώ δρα και αντιδρά κατά μόνας (γεγονός που προτάσσεται με ένταση σε κάθε κείμενο που επιδιώκει να προωθήσει και να παρουσιάσει τον παρόντα δίσκο). Εδώ οι συνθέσεις είναι δικές του, εκεί ήτανε (και είναι ακόμη δηλαδή) κάποιου… Πολωνού συνθέτη ονόματι Χένρυκ Γκορέτσκι. Μα που πάνε και τις βρίσκουν αυτοί οι αβανγκαρντίστες και τις καταγωγές και αυτά τα περίεργα ονόματα θα ήθελα να ήξερα.
Επί του περιεχομένου όμως, δύσκολα μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι η συνθετική ιδιοτροπία του Γκορέτσκι, κινούμενη στον άξονα του να μην αφήσουμε τίποτε όρθιο, αλλά από αυτά που ήδη γνωρίζουμε (κατανοητή θεωρούμε η ματαιότητα του να προσπαθεί κανείς να γκρεμίσει όσα δεν γνωρίζει), καθοδηγεί τον Stetson, περισσότερο όμως ως ερμηνευτή - εκτελεστή, παρά ως συνθέτη, όποτε αναλαμβάνει και αυτό τον ρόλο, όπως κάνει εδώ.
Δεν έχουμε βέβαια την απαίτηση να είναι όλοι Γκορέτσκι-δες. Κι εμείς άλλωστε δεν είμαστε τίποτε Γκριλ Μάρκ-ηδες, παρότι το παίζουμε μερικές φορές, αλλά ας θεωρήσουμε αυτονόητο ότι ένας δίσκος όπως το ‘The Love It Took To Leave You’, όχι απλώς θα αποτιμηθεί (αυτό ίσως και να είναι το λιγότερο για κάποιους), αλλά κατά κυριολεξία θα ζυγιστεί στο πλαίσιο των αναφορών του, που αν και δεν συνιστούν per se ανταγωνισμό, σίγουρα τον ορίζουν.
Τούτων λεχθέντων, θεωρώ μάλλον εκ του περισσού το να επαναλάβουμε και εδώ τις πρωτόγνωρες συνθήκες δημιουργίας και ηχογράφησης του άλμπουμ, σε απέραντα μεταλλουργεία και σε συνθήκες τζεντριφάηντ βιομηχανικής απομόνωσης. Αυτά παραμένουν εντυπωσιακά μόνο την στιγμή που τα διαβάζεις.
Αναγνωρίζουμε ότι ο τρόπος (υπερ)χρήσης των σαξοφώνων από τον Colin Stetson υπαγορεύει πως δεν θα μπορούσε να τα φτιάξει όλα αυτά ούτε στο home studio του, ούτε ακόμη και στο Abbey Road ας πούμε (ειλικρινά, δεν έχω ψάξει αν υπάρχει ακόμη), αλλά εμείς ακούμε στο σπίτι μας το τελικό αποτέλεσμα και την τελευταία φορά που θυμάμαι μουσικούς και συγκροτήματα να επαίρονται για τις μεγαλόπνοες συνθήκες ηχογράφησης κάποιου δίσκου τους, με θυμάμαι την αμέσως επόμενη στιγμή να με παίρνει ο ύπνος ακούγοντας σπίτι μου ό,τι απέμεινε από όλο αυτό το μεγαλείο.
Το εντελώς αντίθετο συμβαίνει βέβαια εδώ με τα όσα συνέθεσε, εκτέλεσε, οργάνωσε και ηχογράφησε ο Colin Stetson, εξαναγκάζοντας τα κάθε είδους σαξόφωνα (του), και τον εαυτό του συνεπακόλουθα, στα κάθε είδους όρια τους και επιχειρώντας να τους προσδώσει ρυθμικές, φωνητικές και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο ικανότητες.
Δεν είναι ότι δεν το κατάφερε. Το κατάφερε. Ο ακροατής που δεν ξέρει ότι ακούει μόνο σαξόφωνα, πράγματι θα ξεγελαστεί ότι ακούει και άλλα πράγματα. Έχει κάποια μείζονα σημασία αυτό; Εξαρτάται από τον ακροατή, θα πω.
Δεν θα διαφωνήσουμε στο ότι ο Stetson διαθέτει ‘υπερφυσικές δυνατότητες’, όπως μεταξύ άλλων διαβάζουμε και στο Δελτίο Τύπου της επερχόμενης εμφάνισης του στα μέρη μας, θα διατηρήσουμε όμως τις επιφυλάξεις μας στο θέμα της συνθετικής ιδιοφυίας που μάλλον αυθαίρετα καταγράφεται εδώ κι εκεί σε άλλα κείμενα.
Οι συνθέσεις του Stetson – και οι έντεκα σε αυτόν τον δίσκο- είναι πράγματι μια συνεχής προσπάθεια για την επιβεβαίωση της κυριαρχικής του παρουσίας, όχι μόνον ως ερμηνευτή, αλλά και ως φυσική παρουσία, έστω και αν εδώ απλώς και μόνον τον ακούμε.
Αν τώρα θέλουμε να δώσουμε έναν μουσικό χαρακτήρα σε αυτή την επιβολή θα πρέπει ίσως να ανατρέξουμε, πέρα από τα ονόματα ευθείας αναφοράς και πριν φτάσουμε να ανακυκλώνουμε τα των Swans κλπ, στις ξεχωριστές εκείνες στιγμές του υπόγειου βιομηχανικού ήχου σχημάτων όπως οι S.P.K., παρότι εκεί βέβαια έννοιες όπως η εκτελεστική δεινότητα και η δεξιοτεχνική κατάχρηση των οργάνων ήταν όχι απλώς άγνωστες, αλλά και απεχθείς. Καθώς όμως τα ετερώνυμα συναντώνται, η στάση του Stetson καταλήγει (ευτυχώς) υπόγεια, από όσο ψηλά και δυνατά και αν εκκινεί. Και αυτό μας αρέσει και στον ίδιο και στις συνθέσεις του, παρά τις εσωτερικές τους αδυναμίες ή καλύτερα τα κατά περίπτωση εσωτερικά κενά για να ακριβολογούμε, τα οποία εντοπίζουμε κύρια στην επαναληπτικότητα.
Αυτό λοιπόν που τελικά καταλήγει να μας λείπει ακούγοντας κάθε επόμενη σύνθεση του ‘The Love It Took To Leave You’ είναι αυτό που συνήθως αποφεύγεται να προτάσσεται όταν γίνεται λόγος για τις προσωπικές δουλειές του Stetson, δηλαδή οι συνεργασίες του, από τις πιο διάσημες, μέχρι τις πιο ανεπαίσθητες.
Στον βαθμό που φτάνω στο σημείο να πω ότι ακόμη και στο ομότιτλο του δίσκου εναρκτήριο τραγούδι, και ενώ εύκολα από άποψη πληρότητας ξεχωρίζει καθώς αναπτύσσεται και ολοκληρώνεται, χωρίς εδώ να αφήνεται κάποιο κενό στο ενδιάμεσο, αυτό που μου λείπει είναι οι… Arcade Fire. Κάθε – μα κάθε – φορά που ακούω το τραγούδι, τους περιμένω να βγουν από καμιά γωνιά, να βαρέσουν ένα-δύο ντέφια, να τραγουδήσουν ένα δύο από αυτά τα συνθήματα τους που θα έκαναν και την κερκίδα του Ατρόμητου Αθηνών να ντρέπεται να τα πει, γενικώς να κάνουν όλα αυτά που κάνουν και κατά το σύνηθες με εκνευρίζουν, αλλά να που εδώ μου λείπουν.
Διαβάζοντας ότι και ο ίδιος ο Colin Stetson κάθε άλλο παρά αδιάφορα side project θεωρεί όλες αυτές τις κατά καιρούς συμπράξεις του με πολλούς και διάφορους, δεν εκπλήσσομαι από το παραπάνω.
Ακούγοντας κανείς από την αρχή μέχρι το τέλος και πάλι πίσω, τον παρόντα δίσκο, συνειδητοποιεί αναδρομικά και εν είδει ουσιαστικής ανασκόπησης το σημαίνον των πεπραγμένων του με όλους όσους συμπράττει, και το ότι όχι μόνον δεν απορροφάται από τον ήχο και την αισθητική τους, αλλά σχεδόν τους κατατροπώνει.
Και επειδή ακριβώς κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις, είναι απολύτως φυσιολογικό όταν δρα μόνος του, και δη υπό τον απόλυτα ελευθεριακό (παρά την πλήρη οργάνωση) τρόπο που δρα, να απουσιάζει με έντονο τρόπο εκείνη η πρόταση κατακλείδα, που ορίζει την τελική διαφορά ανάμεσα στα πραγματικά και στα αφηρημένα τραγούδια, στις συνθέσεις με αρχή, μέση και τέλος και σε εκείνες που γυρνάνε γύρω από έστω και στο σωστό σημείο κ.ο.κ.
Το αποτύπωμα του δίσκου βέβαια κάθε άλλο παρά αδιάφορο και αμελητέο είναι. Ο Stetson με κυριαρχικό τρόπο υπενθυμίζει ποιος είναι, τι έχει προσφέρει, που έχει συνδράμει, και με ποιο ακριβώς τρόπο έχει στιγματίσει ένα συντριπτικό μέρος του φάσματος της εν ευρεία έννοια πρόσφατης pop/rock δημιουργίας, και έχοντας ως ορθό στόχο του να συναντήσει τα δικά του όρια, πριν την κάθε επόμενη σύμπραξη, κάνει αυτό που αισθάνεται ότι οφείλει να κάνει, για να μην στιγματιστεί ο ίδιος από το βάρος των ήδη πεπραγμένων του.
Είναι περίοδοι μέσα στον δίσκο που τα μέσα και οι ικανότητες υπερβαίνουν το περιεχόμενο (‘Strike Your Force And Grin’, δεν δικαιολογούνται επ’ ουδενί τα 22 λεπτά, τα πάντα ειπώθηκαν στα πρώτα 6-7), είναι και το δεκάλεπτο ‘Malediction’ όμως που θα μπορεί κάποτε να κατοχυρωθεί άνετα ως σήμα κατατεθέν του Stetson με τον ίδιο τρόπο ας πούμε που το θέμα από το Εξπρές του Μεσονυχτίου χαρακτηρίζει αιώνια τον Giorgio Moroder. Σε άλλες περιπτώσεις, ακόμη και μέσα στο ίδιο τραγούδι τα πράγματα και είναι ανάμεσα στα όρια αυτού που ονομάζουμε άσκηση ύφους και αυτού που πραγματικά θέλουμε από έναν δημιουργό αυτής της αξίας, όπως ειδικά στο τελικό ‘Bloodrest’ ή ακόμη και νωρίς μέσα στον δίσκο όταν στα σχεδόν εφτά λεπτά του ‘The Six’ σχεδόν γίνεται μία πρόωρη ανασκόπηση του τι θα ακούσουμε σε όλα τα υπόλοιπα εξήντα έξι λεπτά.
Δεν είναι ότι θέλουμε δηλαδή να αποφύγουμε σώνει και καλά το δια ταύτα της παρεμβατικής χειρουργικής του Colin Stetson στο ζήτημα ‘το σαξόφωνο και πως να το χαλιναγωγήσετε v.s το σαξόφωνο και πως να χαλιναγωγήσει τα πάντα’, αλλά κάπου εδώ εμφιλοχωρεί η έλλειψη της φυσικής παρουσίας και της οπτικής επιβολής.
Θα την έχουμε σε λίγες ημέρες, στην εμφάνιση του που οργανώνεται στις 19/10 στο Gazarte από τους φίλους μας της ομάδας Scenius, οι οποίοι μετά τον περσινό άνευ ετέρου θριάμβου των Necks, επιμένουν εκεί που δεν τολμούν οι περισσότεροι διοργανωτές, αλλά όπως διαπιστώσαμε τολμούν οι ακροατές. Δεν είναι νομίζω όμως δύσκολο στο να ποντάρει κανείς από τώρα στο ότι μετά από κάποια χρόνια θα μιλάμε για την εμφάνιση του Stetson στην Αθήνα λίγο περισσότερο από ότι για τον δίσκο που είχε κυκλοφορήσει το 2024.
Παρόλα αυτά, δεν είναι και απόλυτα ορθό να μείνουμε με την εντύπωση ότι ένας δημιουργός όπως ο Colin Stetson -ένεκα όλων των παραπάνω- μπορεί και πρέπει δήθεν να δημιουργεί μόνον ως υπηρέτης πολλών αφεντάδων ή πολύ περισσότερο ότι εξαντλείται το ενδιαφέρον προς αυτόν στην ογκώδη επί σκηνής δυναμική του.
Μάλλον το αντίθετο εννοούμε, καθώς επισημαίνουμε πως όπου συμπράττει, καταλήγει να κυριαρχεί, παρότι εδώ τον εντοπίζουμε να μην κυριαρχεί τελικά επί του εαυτού του, στον βαθμό που προτάσσονται τα εργαλεία έναντι του αποτελέσματος. Όταν υπάρξει ισορροπία και σε αυτό το ζήτημα με τον Stetson στον διττό ρόλο του εκτελεστή/συνθέτη, τότε θεωρούμε ότι θα υπάρξει και ο τέλειος Stetson δίσκος, πέραν του ‘Sorrow’, που μέχρι σήμερα παραμένει ως τέτοιος.