Outer South
Τι έγινε ρε παιδιά; Τη στιγμή που εμείς πασχίζουμε να βρούμε χρόνο, έμπνευση και πέντε καλά θέματα να γράψουμε κάτι, ένα τόσο δα κείμενο έστω, η αυτού εξοχότης, τραγουδοποιός, Conor Oberst (που κάποτε λεγόταν Bright Eyes, για τους μη μυημένους), βγάζει μέσα σε 8 μήνες δεύτερο δίσκο, έχοντας ενδιάμεσα γράψει και τέσσερα τραγούδια για ένα EP, έτσι για να μη πλήττει. Έτσι, ο 29χρονος καλλιτέχνης, έχει στο ενεργητικό του πια 9 δίσκους!!! Όχι άσχημα, όχι άσχημα... Για κάποιον που πριν από μερικά χρόνια μας έδωσε το αριστουργηματικό "I'm wide awake, it's morning", κάθε προσφορά δεκτή.
Τι λένε όμως οι αμείλικτοι νόμοι του εμπορίου; Συνήθως, η ποσότητα έρχεται σε αντίθετη αναλογία με την ποιότητα. Κι αν κάποιοι διέλυσαν τους κανόνες (βλέπε Bob Dylan που στην αρχή της καριέρας του παρουσίαζε δίσκο κάθε εξάμηνο ή τους Beatles) αυτό έγινε για να επιβεβαιωθεί ο κανόνας με άπειρα συγκροτήματα που στο βωμό του πρώτου τους επιτυχημένου δίσκου, θυσίαζαν κι έναν δεύτερο σε χρονική απόσταση πολύ μικρή. Κι όταν ερχόταν η ώρα για τον τέταρτο... Ο καινούργιος βασιλιά ήταν γυμνός και το κάθε NME ή Rolling Stone αναζητούσε τον καινούργιο σφετεριστή.
Ο Conor Oberst το έχει πάει μακριά. Κι ας μην έχει κλείσει ακόμα τα τριάντα, μοιάζει, και δυστυχώς ακούγεται, σαν βετεράνος. Μπορεί να μην τον λες φούσκα ή διάττοντα αστέρα, όμως την έμπνευση φαίνεται να την έχει χάσει λίγο μετά το πραγματικά υπέροχο peak του, 4 χρόνια πριν. Δεν ξέρω τι επιχειρεί να κάνει τώρα, με την καινούργια του μπάντα, τους Mystic Valley Band, δείγματα των οποίων πήραμε στο περσινό, μετριότατο τους πόνημα. Κι αν σε εκείνον τον δίσκο ήταν απλά οι μουσικοί πίσω από τον τραγουδιστή, στο "Outer South" έχουμε να κάνουμε πια με ένα κανονικό συγκρότημα, με τις δομές και τις νόρμες που διέπουν τέτοια σχήματα.
Ο Oberst παραχωρεί συνθέσεις του και στίχους στους υπόλοιπους για να τους τραγουδήσουν (σε εννιά από τα συνολικά δεκαέξι τραγούδια) και κάνει λίγο πίσω στη σκηνή για να παίξει διακριτικά την ακουστική του κιθάρα. Αξιέπαινο και δείχνει εμπιστοσύνη στα υπόλοιπα μέλη (ειδικά όταν το δικό σου όνομα είναι που σέρνει το άρμα) όμως αυτό τελικά αποβαίνει μοιραίο για το σύνολο της δουλειάς. Την χλιαρότητα των συνθέσεων έρχεται να διαδεχθεί η χλιαρότητα των ερμηνειών. Και σε ένα είδος, όπως είναι η μοντέρνα αμερικάνικη folk, όπου οι ερμηνείες παίζουν πολύ βασικό ρόλο, αυτή η γύμνια φαίνεται. Μουσικά, η κατεύθυνση έχει ήδη χαραχθεί και αναγγέλλεται και τον τίτλο του δίσκου. Αμερικάνικος νότος, όχι φυσικά το απαρχαιωμένο country της δεκαετίας του '60 αλλά η εκδοχή που παρέδωσαν οι αρχιερείς του είδους (Springsteen, Dylan, Seeger) αλλά και όσοι δραστηριοποιούνται τα τελευταία χρόνια στο είδος.
Ο Conor Oberst έχει φτάσει σε ένα σταυροδρόμι, αναπόφευκτα. Οι επιλογές του γέρνουν μονόπατα και η μουσική του επιχειρεί να γίνει mainstream με έναν άσχημο τρόπο. Οι στίχοι παραμένουν το μεγάλο του ατού, αυτό δεν μοιάζει να μπορεί να το χάσει, όμως η μουσική του βαλτώνει μέσα σε μια, χωρίς προφανές σχέδιο, επιθυμία για εξέλιξη επιστρέφοντας συνάμα στις αμερικάνικες ρίζες. Δεν ξέρω αν τον βοήθησε η ηλικία και η άγνοια κινδύνου να δημιουργήσει τα 3 πανέμορφα albums της τριετίας 2002-2005, όμως στο σήμερα, η επιτυχημένη συνταγή (του να μην έχει συνταγή στην ουσία) έχει μπει στην άκρη στο όνομα μιας άλλης αμφίβολης. Ελπίζω απλά να βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο, γιατί τον συμπαθώ πραγματικά το μπαγάσα, και όταν δέσει το καινούργιο σχήμα να μας δώσουν ένα ακόμα μικρό αριστούργημα. Μέχρι τότε... ακούστε το "White Shoes" και πετάξτε τον υπόλοιπο δίσκο στην ανακύκλωση...