In Memory Of A Summer Day
Πόσα και πόσα τραγούδια δεν έχουν γραφτεί για το "καλοκαίρι εκείνο"; Με όχημα την ψυχεδελική φολκ, ένας μουσικός με ρίζες από τα μέρη μας επιχειρεί μια νοσταλγική αλλά και αλληγορική επιστροφή. Του Αντώνη Ξαγά
Μπορεί να είναι πολύ σκληρό το καλοκαιρινό φως στον τόπο μας, εκτυφλωτικό και ξερό και άσπλαχνο, όπως είναι π.χ. τώρα που ο δρόμος μας έχει φέρει να διασχίζουμε τις ανηφοριές που χωρίζουν την Τρίπολη από την θάλασσα του Άστρους, μέσα από τα χωριά του Καστριού που τα πυρπολεί η λάβρα του μεσημεριού, ένα φως σαν αυτό που διαπερνά π.χ. την «Κάθοδο των Εννιά» του Βαλτινού (ο οποίος έχει καταγωγή από ένα από τα Καστριτοχώρια) που διαδραματίζεται σε αυτά τα μέρη, εικονοποιημένο στην μνήμη από την ταινία του Σιωπαχά (και φυσικά την στοιχειωτική μουσική του Μιχάλη Χριστοδουλίδη). Πολλές φορές δεν το αντέχεις…
Όταν ωστόσο ένα καλοκαίρι περάσει στην μνήμη, τότε μοιάζει το φως να ξάφνου απαλαίνει, να παίρνει μια γλυκιά κιτρινο-γάλανη απόχρωση, λες και η ενέργεια από τα φωτόνια προσκρούοντας στην νοσταλγία να μεταφέρθηκε σε άλλα, πιο ήπια μήκη κύματος. Και φωτίζει πλέον έναν μύθο από μνήμες ανθρώπων και τοπίων σαν επιχρωματισμένες φωτογραφίες, μια μνημονική κατασκευή ευτυχίας και ανεμελιάς, ένα άφθαρτο ουσιαστικά σύμπαν, ασφαλές στο κουκούλι ενός παρελθόντος, κατά βάση απροσπέλαστου και αδιαμεσολάβητου. Και για πάντα απωλεσθέντος… Όπως το παιδί που κρύβουμε μέσα μας…
Είναι ένα τέτοιο φως που διαπερνά τον δίσκο και του μουσικού αυτού, του Constantine Hastalis, ο οποίος μπορεί να διαμένει σε μια μακρινή πολιτεία, στο Σικάγο, όπου το φως το φαντάζεται κανείς μουντό, βόρειο κι ανεμοδαρμένο, έχει όμως καταγωγή -et in Arcadia ego- από τούτα τα χωριά που μόλις διασχίσαμε νοερά. Δεύτερη κατάθεση του είναι, είχε προηγηθεί το επίσης φωτεινό με τον τρόπο του «Day Of Light», ιδιωτική κυκλοφορία η οποία παρά την αξία της πέρασε απαρατήρητη μέσα στην δισκογραφική πλημμυρίδα (ο νέος δίσκος του πλέον κυκλοφορεί σε μια πολύ όμορφη και φροντισμένη έκδοση από την ισπανική ετικέτα της Guerssen).
Κάπως έτσι η Αρκαδία, η οποία στην μάλλον κρυπτική λατινική ρήση από τον περίφημο πίνακα του Πουσσαίν είναι μια ουτοπία (κατά μία ερμηνεία τουλάχιστον), μια για πάντα χαμένη βουκολική/πνευματική παράδεισος, μπορεί να συνδεθεί με τούτο το αλληγορικό μουσικό παραμύθι ενηλικίωσης που δομεί στον δίσκο του ο Constantine, από την παιδική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση και ότι κερδίζεται και κυρίως ότι χάνεται σε αυτή την διαδρομή. Στο πλαίσιο αυτό, το χαριτωμένης παιδικότητας εξώφυλλο δια χειρός Stephen Titra των Of Wondrous Legends στέκει απόλυτα ταιριαστό.
Η φολκ μουσική από την μεριά της μοιάζει το απόλυτα ταιριαστό όχημα για το ταξίδι αυτό προς τα πίσω. Ότι επίθετο και αν της προσάψουμε, μέσα από τις πολυσχιδείς εκφάνσεις, από όλες τις σύγχρονες «επινοημένες παραδόσεις» στέκει σαν η λιγότερο επινοημένη, έτσι που διαφυλάσσει στον πυρήνα της κάτι αρχαϊκό, προ-νεωτερικό (διάβαζε: προ-τεχνολογικό) και αληθινό δοκιμασμένο στον χρόνο. Διόλου τυχαία, ειδικά από την δεκαετία του ’60 και μετά ήταν εργαλείο έκφρασης μιας γενιάς που γυρίζοντας την πλάτη σε μια αστική ευμαρή ζωή αναζήτησε τη δική της ουτοπία/ απόδραση, την επιστροφή στην Εδέμ, σε δάση και λιβάδια και φανταστικούς λειμώνες.
Η μουσική του Constantine αρδεύεται από το ρεύμα αυτό, αν και η βάση του είναι στην Αμερική η επιρροή του έρχεται κυρίως από την άλλη όχθη του Ατλαντικού (με την εξαίρεση μιας ψυχεδελικής Ειρηνικής πνοής από την Δυτική Ακτή), όποιος θέλει μπορεί να ακούσει επιρροές από Donovan, Comus ή τις δενδρόβιες παροικίες των Incredible String Band και των επιγόνων τους (φτάνοντας μέχρι Espers, περνώντας ακόμη και από Current 93), ενώ δεν λείπει κι ένας μεσαιωνικός (ή αν τον πούμε καλύτερα (neo)medieval;) απόηχος. Στην δε στιχουργία πρωταγωνιστεί μια φυσιολατρική εικονοποιία, στοιχεία (αλλά και στοιχειά) της φύσης και της αρχαίας οντολογίας, ο ήλιος, ο άνεμος, η ομίχλη, τα νερά, «οι ιτιές λυγίζουν και αναστενάζουν ψιθυρίζοντας παλιά νανουρίσματα» σε πριγκίπισσες και κορίτσια με μαλλιά που έπεφταν σαν νερό με μάτια σαν μούρα της άνοιξης.
Ο ίδιος ο Constantine και οι ουκ ολίγοι συνεργάτες του παίζουν ένα σωρό όργανα, στο έργο συμμετέχουν κιθάρες και μπάσα και σιτάρ, να και μια αύρα από μέλοτρον, και αψίχορδα, moog, βιμπράφωνα και άλλα κάθε λογής κρουστά, εν τούτοις αυτή η πληθωρικότητα δεν βαραίνει τον ήχο, ο οποίος χαρακτηρίζεται από μια λυρική λιτότητα πολλών αποχρώσεων, με τα 12 τραγούδια που συνθέτουν τον δίσκο να ρέουν με μια γαλήνια νωχελικότητα θερινής (τι άλλο) ραστώνης, σε μελωδικές γραμμές ολοφώτεινης καθαρότητας, οι οποίες μάλιστα όταν τα ανδρικά φωνητικά συνδυάζονται αρμονικά με τα γυναικεία, ακούγονται ανατριχιαστικά πανέμορφες («Morning/The Meandering Path», «Matilda Of The Meadow»).
Το άλμπουμ θα κλείσει με το δεκάλεπτο «The Kingdom must fall», σαν μια αφύπνιση από ένα ρομαντικό όνειρο θερινής νυκτός που διαλύθηκε από τις αδυσώπητες ακτίνες του ήλιου του παρόντος, σαν μια προσγείωση στην (απογοητευτική; απομαγευμένη;) πραγματικότητα, οι κιθάρες και τα τύμπανα αγριεύουν (μετατοπιζόμαστε ελαφρώς προς το progressive), οι στίχοι δεν αφήνουν περιθώρια, «ancient walls built so tall, they must fall down», down, down, down (δίνοντας σκυτάλη στο νου μου στο «you steal, you feel, you kneel down, down, down» από το «Pleasant Street» του Tim Buckley), τα τείχη του κάστρου πέφτουν, κι εμείς μένουμε εκεί (outside the wall;) με τα ερείπια τριγύρω και τα αποκαΐδια που άφησε το ολέθριο πέρασμα του χρόνου, με το παρελθόν τριγύρω μας μια «έρημη χώρα» (ή «άγονη Γη», όπως το θέλει μια πρόσφατη νεόκοπη ελληνική μετάφραση του T.S. Eliot).