Η αγαπημένη ατάκα των Coral κάθε πρωί, πριν κυκλοφορήσουν το "Magic and medicine" το δεύτερό τους άλμπουμ, ήταν: "Χαίρε ω δυσβάσταχτο βάρος του δεύτερου LP", καθώς η επιτυχία του πρώτου γέννησε ατέλειωτες προσδοκίες και υποχρεώσεις απέναντι στην εταιρεία, τους fan και τους εαυτούς τους αλλά και την «περιμένωστηγωνίαναδουμεαντακαταφέρατεπάλικωλόπαιδα» διάθεση των κριτικών.
Στην περίπτωσή τους, μία ελαφριάς μορφής σύγκριση (πάντα αναπόφευκτη όταν υπάρχει δεδομένο σημείο αναφοράς) πρώτου και δεύτερου cdιου, αποκαλύπτει περισσότερο σκοτάδι και περισσότερη διάθεση για ευρυχωρία επηρεασμών. Όλα όσα τους άρεσαν και κουβαλούσαν από τα ακούσματά τους, προβάλλουν πιο ναζιάρικα και ξαδιάντροπα απ' ότι στο πρώτο τους LP.
Δοθείσης ευκαιρίας, να επανέλθω όμως και στο θέμα της σύγκρισης μεταξύ των άλμπουμ ενός συγκροτήματος: Είναι θεμιτό, είναι δίκαιο, να βαδίζουμε συγκρίνοντας και όχι εξετάζοντας έκαστο αυτόνομα; Η σύγκριση αποφέρει σχετικά δεδομένα και αποτελέσματα. Αντίθετα, η ανεπηρέαστη προσέγγιση οδηγεί σε προφανώς πιο διαφανείς αποτιμήσεις. Αλλά και πάλι, η σύγκριση είναι που δημιουργεί απαιτήσεις. Φαύλος κύκλος και αναπάντητα - στο πλαίσιο της αντικειμενικότητας- ερωτήματα, που ενδεχομένως σ' αφήνουν αδιάφορο ή σου προκαλούν φαγούρα στα αιωρούμενα όργανά σου αγαπητέ μου αναγνώστη.
Στο ψητό μας πάλι: Πως σχηματοποιείται γενικά ο ήχος στο "Magic and medicine"; Σε επίπεδο ονομάτων παραπέμπει στους Doors, τους Love, τους Kinks, τους Animals, τους Belle and Sebastian, στους εκλεκτούς θεράποντες του Merseybeat, τους Byrds, τον Captain Beefheart στα ανάλαφρά του και στους Simon and Garfunkel στα βαριά τους.
Σε επίπεδο ύφους, το "Magic and medicine" κινείται σε πιο οικονομικά πλαίσια. Folk rock, pop είναι οι βασικοί άξονες, λίγο από τζαζ, ψυχεδέλεια και rhythm 'n' blues και αυτά όχι σε καθαρές μορφές, αλλά σαν θραύσματα καθρέφτη, που το καθένα τους αντανακλά δική του πραγματικότητα.
Τέλος η ενορχήστρωση δεν διαφέρει πολύ από το πρώτο τους LP. Η βραχώδης φωνή του James Skelly κυριαρχεί, ο κύριος κορμός των συνθέσεων είναι οι κιθάρες, τα τύμπανα και το μπάσο αναπνέουν με κανονικούς ρυθμούς και δεν λαχανιάζουν ποτέ, ενώ η διαχρονική μουσική ομορφιά ξεπροβάλλει περίτεχνα με τη μορφή μελαγχολικών γραμμών των πνευστών, των εξωτικών κρουστών και του θαμπού ήχου των πλήκτρων (το 'Don't think you're the first' είναι υπόδειγμα ενορχήστρωσης-κρυμμένου θησαυρού). Οι περισσότερες συνθέσεις ακολουθούν το κλισέ εισαγωγή - κουπλε - ρεφραίν - κουπλε - ρεφραίν -σόλο ρεφραίν - φινάλε, αλλά σε κάποιες οι Coral αποφασίζουν να αποδεσμευτούν, δίνοντας τους πολυθεματική διάσταση (μεταξύ μας όμως όχι πάντα με επιτυχία όπως π.χ. στο 'Milkwood blues').
Το hit του cdιου είναι το 'Don't think you're the first', με σοβαρή υποψηφιότητα για το καλύτερο τραγούδι της χρονιάς. Η φωνητική μελωδία στο ρεφραίν ξεκινά κοφτά, συλλαβή-συλλαβή για να γίνει χείμαρρος. Τα ψυχεδελικά ακόρντα της κιθάρας εξαπολύουν εφηβική οργή, τα κρουστά ανοίγουν μονοπάτια σε παραμυθένιους κόσμους και η φωνή του Skelly δονεί τους εραστές της ουτοπίας, που θεωρούν ότι είναι οι μοναδικοί που κλαίνε όταν περπατούν στη βροχή ή ότι ο χρόνος περνά από πάνω τους και απλά τους χαϊδεύει χωρίς να τους χαράσσει.
Ακολουθούν σε απόσταση αναπνοής το 'Bill McCai', ένας ύμνος στην νεότητα που ταυτόχρονα καταγράφει την πλήρη αδυναμία του ανθρώπινου είδους απέναντι στο επερχόμενο μοιραίο μέσα από την διαδικασία του μαρασμού και της αποχύμωσης, ενώ η συναισθηματική ένταση κορυφώνεται με το χορωδιακό κλείσιμο του τραγουδιού και το 'Pass it on' μια δίλεπτη εναργής απόδειξη του γεγονότος ότι η εμπνευσμένη δημιουργία καταλήγει σε απλά έργα -που είναι η ουσία της τέχνης- χωρίς φιοριτούρες και μπιχλιμπιδάτα περιτυλίγματα.
Παρά τις όποιες ομοιότητες με το συνώνυμο πρώτο τους LP, σε καμία περίπτωση οι Coral (που στο βιογραφικό τους αναφέρεται ότι προέκυψαν από μια παρέα συμμαθητών στο Merseyside της Αγγλίας το 1996) δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν ήρωες της επανάληψης και τρομερά παιδιά της στασιμότητας που αναμασούν τα δεδομένα, βολευόμενοι στο προηγούμενο επιτυχές αποτέλεσμα.