Wake Up Calls
Τι θα ήταν η μουσική, η τέχνη γενικότερα, χωρίς τις εκάστοτε πετριές των δημιουργών; Στην προκειμένη περίπτωση είναι και οικογενειακό χαρακτηριστικό. Του Αντώνη Ξαγά
Φτιάχνουν ιστορία οι παρέες είχε τραγουδήσει κάποτε ο εθνικός μας «δημογέροντας», ενίοτε όμως το κάνουν οι οικογένειες (τώρα που το σκέφτομαι, στην Ελλάδα αυτό θα ταίριαζε ακόμη περισσότερο)…
Πρόσφατα ξεφύλλισα (σε βιβλιοπωλείο και ουχί σε… μανάβικο) ένα καινούργιο βιβλίο με τον κάπως επιβλητικό τίτλο «Entangled Life: How Fungi Make Our Worlds, Change Our Minds & Shape Our Futures» το οποίο ασχολείται ενδελεχώς με τον αχανή κόσμο των μυκήτων και των μανιταριών (εδώδιμων και μη, νόμιμων και εχμμ μη), ένα παράξενο και κατά βάση άγνωστο βασίλειο δικτυωμένο παντού και καθοριστικό για την διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας και βιοποικιλότητας στον πλανήτη τούτο, διάβασα και μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη του συγγραφέα του, του Merlin Sheldrake, στο ‘Spiegel’, έχει την συμπαθητική πετριά του ο τύπος, ας πούμε όταν ολοκλήρωσε το βιβλίο του, καλλιέργησε σε αυτό… μανιτάρια τα οποία μετά και έφαγε (για του λόγου το αληθές). Κι αφού αποφύγουμε εδώ τον πειρασμό εύκολων αστείων για «εύπεπτα» ή χρήσιμα αναγνώσματα, συνεχίζουμε…
Μπορεί στην φύση να μην ισχύει (σε απόλυτη έκταση τουλάχιστον) το λαϊκό ρηθέν «το μήλο κάτω από την μηλιά θα πέσει», ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι ο πατέρας του μανιταρόφιλου συγγραφέα είναι ο Rupert Sheldrake του γνωστού έως διαβόητου βιολόγου ο οποίος την δεκαετία του ‘70 κυρίως έκανε αίσθηση με τις ανιμιστικές και ολιστικές απόψεις για τη Φύση (οι οποίες θα επηρεάσουν καθοριστικά το new age μετα-χίπικο κίνημα της εποχής), αμφισβήτησε τον δυισμό πνεύματος-ύλης και την μηχανοκρατική άποψη του κόσμου και τον στυγνό τεχνοκρατικό υλισμό, ασκώντας ιοβόλο και ενίοτε γερά θεμελιωμένη κριτική στην σύγχρονη επιστήμη, στις επιστημονικοφανείς λαθροχειρίες της και στον τρόπο που διεκδικεί την θέση του απόλυτου (έως και ολοκληρωτικού) πυλωρού της αλήθειας, μετατρεπόμενη σε ένα είδος κοσμικής θρησκείας, ενός δόγματος καθολικής ισχύος με τους δικούς του ιερείς, ακόμη και… Ταλιμπάν (παρενέργειες όλων αυτών αποκαλύφθηκαν στα μάτια ακόμη και του πλέον αδαούς κοινού στην εποχή του κορονοϊού). Κι αν η ανοιχτή αυτή στον κόσμο αντίληψη του Sheldrake, η έως και ‘ψυχεδελική’ διεύρυνση των αισθήσεων τον οδήγησε και σε διάφορες επικίνδυνα αμφιλεγόμενες μεταφυσικές θάλασσες (ας αναφέρουμε π.χ. την βαθιά του πίστη στην τηλεπάθεια), ωστόσο όλοι εμείς οι αυτο-θεωρούμενοι «ορθολογιστές» ας μην υποπέσουμε τόσο εύκολα στην «ex concessis» λογική πλάνη, όχι μόνο γιατί η κριτική και η αμφισβήτηση είναι ζωτικό στοιχείο της επιστημονικής μεθόδου. Οι απόψεις για μια ολιστική προσέγγιση της Φύσης (η γενεαλογική γραμμή των οποίων φτάνει και πολύ πίσω στον χρόνο), όπου το μέρος επηρεάζει το Όλον και τούμπαλιν, η αμφισβήτηση της ανθρώπινης αποκλειστικότητας του προνομίου της «συνείδησης», η υπέρβαση της ανθρωποκεντρικής αντίληψης του ατόμου ως περιχαρακωμένης βιολογικής μονάδας, έχουν την αξία τους και μπορεί να ανοίξουν νέες ατραπούς σκέψης, σε μια εποχή (την κάπως εχμμ ανθρωποκεντρικά αποκαλούμενη «ανθρωπόκαινο») όπου τα περιβαλλοντικά ζητήματα τίθενται ξανά με επιτακτικό τρόπο, έστω και φτάνοντας ενίοτε σε έναν φυσιολατρικό ριζοσπαστισμό με κάθε είδους εμμονές, φανατισμούς και καταστροφολάγνες υπερβολές (όσο κι αν …δεν μας αρέσει, δεν είναι ο άνθρωπος υπεύθυνος για οτιδήποτε κακό συμβαίνει, π.χ. το +90% των ειδών που έχουν υπάρξει στον πλανήτη έχουν εξαφανιστεί χωρίς να βάλει ο άνθρωπος το χεράκι του –με πιο γνωστό παράδειγμα τους δεινόσαυρους).
Κι αν επιμείναμε λίγο παραπάνω σε αυτήν, είναι γιατί τούτη η φιλοσοφία του πατρός επηρέασε καθοριστικά όχι μόνο τον προαναφερθέντα υιό Merlin, αλλά και τον έτερο αδελφό της οικογένειας ο οποίος ακούσει στο υπέροχα ταιριαστό όνομα Cosmo (με την δε μητέρα να μην είναι και αυτή άμοιρη ευθυνών, ούσα δασκάλα μογγολικών λαρυγγισμών και συνεργάτρια του Stockhausen). Ο οποίος είναι ανθρωπολόγος, εθνομουσικολόγος αλλά και μουσικός, παίζει καμιά τριανταριά (!) όργανα (έγραψε μάλιστα ένα κομμάτι για το βιβλίο του αδερφού του, χρησιμοποιώντας ως βάση τους… ήχους των μανιταριών κατά την πέψη του βιβλίου, όπως αυτοί τουλάχιστον καταγράφηκαν –ή δημιουργήθηκαν;- από συνδεδεμένους αισθητήρες και ηλεκτρόδια), ο δε παρατηρητικός αναγνώστης μπορεί και να θυμηθεί ότι το 2018 είχε κυκλοφορήσει ένα θαυμάσιο δίσκο με τίτλο «The Much Much How How And I» (τον οποίο είχα μάλιστα προκρίνει ως δίσκο της χρονιάς), «ο τύπος ακούει παντού μελωδίες, στο τραίνο που περνάει, στο ποτάμι που κελαρύζει, στην αγελάδα που μουγκανίζει, λες και όλος ο κόσμος, ολάκερη η Φύση να είχε ψυχή και μελωδική συνείδηση» σημείωνα τότε, για ένα έργο που ενώ αρχικά πέρασε απαρατήρητο στη συνέχεια ακούστηκε αρκετά, μέχρι κι από τα διαφημιστικά κοράκια της Apple).
Αναμενόμενο ήταν λοιπόν να περιμένουμε με ενδιαφέρον έως και προσμονή τα επόμενα δημιουργικά βήματα, τα οποία ξεκινώντας από το περυσινό soundtrack για το φιλμ ‘Galapagos’ και καταλήγοντας στον προκείμενο δίσκο, τον φέρνουν στον κόσμο της φτερωτής πανίδας. Έναν κόσμο ο οποίος από αρχαιότατων χρόνων έθρεψε ανθρώπινες προβολές, φαντασίες και ουτοπίες (ας θυμηθούμε π.χ. τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη - που φέτος τους είδαμε στην Επίδαυρο με μια δυνατή ερμηνεία του Ταξιάρχη Χάνου) αλλά και αποτέλεσε πρότυπο έμπνευσης αλλά και μίμησης για την δημιουργία και εξέλιξη της μουσικής αυτής καθαυτής. Το δε ερώτημα κατά πόσον τα πουλιά δημιουργούν μουσική ή πράγματι «τραγουδούν» ή αν αυτά είναι αποκλειστικά ανθρώπινα γνωρίσματα έχει απασχολήσει πλήθος ερευνητών (ξεκινώντας από τον ίδιο τον παππού Δαρβίνο), η βιβλιογραφία είναι αχανής με κάθε γωνία προσέγγισης να δίνει και άλλες απαντήσεις (από τις οποίες πιθανότατα ποτέ καμία δεν θα είναι οριστική, εδώ δεν καταλαβαίνουμε τους δίπλα μας ώρες-ώρες θα καταλάβουμε ένα κιρκινέζι;). Από μία σκοπιά, ίσως η πιο διαισθητικά σωστή και σίγουρα δημιουργικά πιο πλούσια προσέγγιση να ήταν η καλλιτεχνική. Κάπως έτσι ήδη από την κλασική εποχή η μουσική βρίθει «φτερωτών» επιρροών, από τους πολύ μεγάλους, τον Μπετόβεν, τον Μότσαρτ ή τον Βιβάλντι μέχρι τους πιο σύγχρονους, όπως τον αγαπημένο μου Ottorino Respighi, μη αγνοώντας τον σπουδαίο Olivier Meesiaen (ο οποίος με πραγματική προσήλωση, αγάπη και συναισθητικό αυτί, δημιούργησε μια ατελείωτη σειρά έργων αφιερωμένων στα αγαπημένα του «oiseaux», με προεξάρχον φυσικά το περίφημο «Catalogue d’Oiseaux», ένα έργο για πιάνο με καθένα από 13 τμήματα του αφιερωμένο σε ένα διαφορετικό πουλί), φτάνοντας μέχρι την λαϊκή (ποπ;) μουσική των νεότερων εποχών, από Pink Floyd και Kate Bush μέχρι τους … Trembling Blue Stars. Και πλέον στον Cosmo Sheldrake.
Ο οποίος ονομάζει τον δίσκο του «Wake up calls» - το πρωί σε ξυπνώ με… πουλιά- αν και δεν είναι απολύτως ακριβώς η τιτλοδότηση, στην πραγματικότητα η δομή του έργου διατρέχει ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο, από το λυκαυγές μέχρι το λυκόφως, από το πρώτο κελάδημα ενός πανέμορφου γιδοβυζίου (έτσι βγάζει ο μεταφραστής το ‘Nightjar’!) και την πρωινή συναυλία «Dawn chorus» μέχρι το τελευταίο ‘κούκου’ της κουκουβάγιας βαθιά μέσα στη νύχτα. Η διανομή των ρόλων περιλαμβάνει διάφορα είδη, τα περισσότερα βρίσκονται στον κατάλογο με τα πλέον απειλούμενα στην Βρετανία τουλάχιστον, μεταξύ άλλων ακούμε κουκουβάγιες, κούκους, αηδόνια και κουφαηδόνια (ναι υπάρχουν και τέτοια), κοκκινολαίμηδες, κοτσύφια, τσίχλες, σιταρήθρες, κιρκίρια, και… sheldrake (ή shelduck, ένα είδος χηνόπαπιας που στα μέρη μας το λέμε …βαρβάρα).
Εννέα χρόνια δούλευε τον δίσκο, δεν είναι άλλωστε και εύκολο πράγμα η αρμονική σύμπλεξη ηχογραφήσεων πεδίου (field recordings ντε) με μουσικά όργανα, το μελετημένα diy αποτέλεσμα δικαιώνει τον κόπο, έχει μια λιτή έως και απλοϊκή μελωδικότητα που παραπέμπει στην παιδικότητα όπως την μεταποίησε π.χ. ένας Comelade, κατά στιγμές ακούγεται έως και απόκοσμο (το «Cuckoo Song», το μόνο κομμάτι με ανθρώπινα φωνητικά, βασίζεται σε σύνθεση του Benjamin Britten, ο κούκος ηχογραφήθηκε στον τάφο του συνθέτη στο νεκροταφείο του Aldeburgh).
Κι αν κάποιος θέλει να ψάξει το «μήνυμα» πίσω από αυτά (το «ιδεολογικό μικρόβιο» που έλεγε και ο Ναμπόκοφ), ο τίτλος του δίσκου μπορεί να διαβαστεί διττά, και ως ένα κάλεσμα για οικολογική αφύπνιση και ευαισθητοποίηση. Το αναφέρει και ο ίδιος κάπου, λέγοντας κιόλας ότι αρχικά προοριζόταν ως δώρο Χριστουγέννων σε φίλους για μουσική ξυπνήματος. Γιατί όποια κι αν είναι η απάντηση στα ερωτήματα περί μουσικότητας των ωδικών πτηνών, το κελάηδημα έχει μια έως και μεταφυσική δύναμη, ακόμη και συγκινησιακή επίδραση, ειδικά στον στοιβαγμένο μυρμηγκάνθρωπο του μοντέρνου άστεος (που πολλοί την ξανα-διαπιστώσαμε τον καιρό της καραντίνας, χάρη στην απουσία του αστικού θορύβου της «κανονικότητας» και την συνακόλουθη ανάδειξη τέτοιων ήχων στο ηχητικό φάσμα της πόλης).
Κλείνοντας, δεν ξέρω που θα κατηγοριοποιήσουμε έναν δίσκο σαν και αυτόν. Κι αν από στενή οπτική δεν κομίζει… γλαύκα εις Αθήνας, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε τον δημιουργό του ως ένα εξωτικό πτηνό στην σύγχρονη μουσική πανίδα, το οποίο φέρει μια ευπρόσδεκτη αναζωογονητική κουζουλάδα. Και χρειάζονται τέτοιοι λοξοί δημιουργοί, οι οποίοι να ζουν ή/και να πλάθουν τον δικό τους κόσμο, ειδικά σε εποχές όπου η πανσπερμία και η αφθονία μουσικής και ειδών δεν συνεπάγεται de facto και ποικιλομορφία. Το αντίθετο θα έλεγα…