Do Cryotanks Dream? Οι Σουηδοί Covenant απαντούσαν θετικά στον τίτλο του πρώτου τους δίσκου πίσω στο 1993. φέρνοντας ξανά στην επιφάνεια προβληματισμούς α λα Gary Numan και θεματολογίες της sci-fi εποχής του Bowie. Κοιτούσαν με την ίδια ζέση προς τις τεχνοκρατικές μετρονομίες των Kraftwerk όσο και στην "ανθρωπινότερη" εκδοχή των πρώιμων Human League. Αυτά μετασχηματίστηκαν σε γερά ενεργειακά beats για να παίξουν στην αρένα της Εlectronic Body Music και, σύμφωνα με την ατάκα τους, να bring out the soul of our machines. Το πρότυπό τους φυσικά ήταν και παραμένουν οι Depeche Mode, τόσο στα φωνητικά όσο και στη ρυθμολογία.
Τα μέλη μένουν σε Βερολίνο, Βαρκελώνη και Helsingborg. Ο τραγουδιστής και προωθημένη περσόνα του γκρουπ Eskil Simonsson επιλέγει το πρώτο για την μεταβαλλόμενη electronica underground σκηνή του. Ο Joakim Montelius προτίμησε την Βαρκελώνη για να ζήσει λέει μέσα στην ανωνυμία (γιατί δεν ερχόταν προς Ελασσόνα μεριά - εκδ.) αλλά και στην αναβράζουσα ενέργεια (α, το συζητάμε τότε - εκδ.). Θεωρούν όμως απαραίτητη την μετακίνηση στο Σουηδικό βορρά που ως φαίνεται με τις ιδιαίτερες χειμωνικές του εικόνες τροφοδοτεί νέες εμπνεύσεις. Ο Clas Nachmanson έμεινε ν' αποτελεί τον σουηδικό τους πράκτορα και μάλλον και τον σύνδεσμο με μια καθημερινότερη μορφή ζωής.
Η τριάδα δεν είναι νεόφερτη - μετράει χρόνια από τα μέσα των 80ς και πέρασαν από μια σειρά projects ηλεκτρονικής μουσικής αλλά και ηλεκτρονικού θορύβου. Τότε σάμπλαραν τα πάντα, από ήχους ελβετικών κούκων μέχρι τριξίματα καρεκλών, κι από παιδικά παιχνίδια και TV διαφημιστικά μέχρι φίλους που έπαιζαν, ή μάλλον πρωτοέπαιζαν τρομπέτα. Αχώριστοι πήγαν στο Lund να σπουδάσουν χημείες, φυσικές και τέχνες, η κρεβατοκάμαρα του ενός θυσιάστηκε για στούντιο, και άρχισαν να αυτοαποκαλούνται Covenant. Μετά το προαναφερθέν ντεμπούτο έβγαλαν τα 'Sequencer' (1996) που χαίρει καθολικής αναγνώρισης για το είδος και 'Europa' (1998). Αν κάτι τους διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους της πρώτης γραμμής του είδους είναι η - παλαιότερα συχνότερη - αναφορά σε ρομαντικούς ποιητές του 19ου αι. όπως ο Γερμανός Wilhelm M?ller που επαναφέρουν από τη λήθη στο Der Leiermann.
To 5ο τους 'Northern Light' αποτελεί για μένα ως τώρα το καλύτερο δείγμα για τη δουλειά τους, με 3 κορυφαία κομμάτια του είδους συν το 'Invisible and silent', εκείνο το λυρικό κομψοτέχνημα με την παιδική χορωδία. Το μονότονο 'Europa' ήταν σαφώς το χειρότερό τους και τα δύο πρώτα τους στέκονται κάπου ανάμεσα. Μέσος όρος όλων, το παρόν, που βγήκε αρχές του 2000, σε μια εποχή που η dark synth ή φουτουριστική ποπ ή όπως αλλιώς αρέσκεται να βαφτίζεται ήταν στα πάνω της και τα απανταχού ευρωπαϊκά βλαστάρια στροβιλίζονταν στις σκοτεινές ηλεκτροφόρες πίστες.
Η βαθειά, αισθαντική κατά μία άποψη φωνή του Simonsson είναι αμέσως σαφές πόσο γαλουχήθηκε με τον David Gahan. Σχεδόν τον κοπιάρει στα 'Unforgiven' και 'Humility'. Παράλληλα παίζει με τις λέξεις (Dead stars/Still burn/Dead still/Stars burn) αλλά επιλέγει τους πλέον απαισιόδοξους στίχους να τους ντύσει με το ανεβαστικό 'Like Tears In Rain', που είναι το αδιαφιλονίκητο χιτ εδώ : Every street I ever walked / every home I ever had / is lost......Every thing I ever touched / every thing I ever had / has died. Στο 'Tour De Force' είναι πλησιέστερα στον ήχο των φίλων και συν-εταιριζόμενων VNV Nation, στο 'Helicopter' με τα μινιμαλιστικά μπητ και μιλητά φωνητικά αλληλοεπέδρασε στο 'Only Heaven' των The Young Gods από την ανάποδη. Η απήχηση του techno στο 'No Man's Land' συμβαδίζει με το 80's mid-tempo 'Dead Stars (version)', ενώ ο δίσκος κλείνει με ένα 4λεπτο ... σιωπής τιτλοφορημένο 'You Can Make Your Own Music'. Δεύτερο καλύτερο δείγμα το 'One World One Sky' : ελάχιστα φωνητικά, σπηνταριστός χορός, από ένα σχήμα που προτίμησε, ως φαίνεται, τις συμβάσεις της synth pop από εκείνες του industrial.
Ο δίσκος προτελειώνει με το όνομα και πράμα 'Still Life'. Χωρίς μπητ (μπαίνουν στο τελευταίο μόνο λεπτό) μου θυμίζει τα τελειώματα των synthpop δίσκων που ήταν κάπως έτσι. Ποιος ξεχνάει το 'Statues' από το 'Organisation' των ΟΜΙΤD...