N'importe ou hors du monde, anywhere out of this world...
Πως βρεθήκαμε εδώ; Από κάπου ξεκίνησαν όλα, από έναν στίχο, ένα απόκοσμο πιανάκι, πολλά χρόνια πριν... Σαν να συμβαίνει κάτι μεταφυσικό όταν περνάς τις πύλες, έξω ο θόρυβος της μεγαλούπολης συνεχίζει ανελέητος, μετά ξάφνου σαν όλα να καταλαγιάζουν, λες και από σεβασμό στα θύματα του σαρκοβόρου χρόνου, time, carnivorous time, ονόματα πάνω σε πολυκαιρισμένους γρανίτες, μνήμη και λήθη, ακούγεται το θρόισμα των φύλλων, τα πουλάκια, η ζωή συνεχίζεται, και είναι ασφαλώς κάπως σουρεαλιστικό θέαμα οι τουρίστες με τα σακίδια και τους χάρτες στο χέρι, οι περισσότεροι δρόμοι οδηγούν στους διάσημους, στον Jim και στον Oscar, εμείς άλλον ψάχνουμε, εδώ στο νεκροταφείο Περ Λασαίζ στο Παρίσι, έναν κάποιο Raspail, τα κιτάπια της ιστορίας μνημονεύουν ότι υπήρξε κάποτε επιστήμονας αλλά και υπουργός στη Γαλλία κάπου στα τέλη του προπερασμένου αιώνα...
Anywhere out of this world, το περίφημο ποίημα του Μπωντλέρ και εκείνοι οι ήχοι από το "Within the realm of a dying sun" των Dead Can Dance, ο τάφος του Raspail στο εξώφυλλο, μετά η περιήγηση το λιβάδι με τα άνθη του κακού, η συνάντηση με το spleen και το ιδανικό, το spleen, τούτη την συμβολική αισθητοποίηση της μελαγχολίας, μιας υπαρξιακής μελαγχολίας απροσδιόριστης, η οποία γι' αυτό δεν εδράζεται ούτε στην καρδιά ούτε στο μυαλό αλλά στην ταπεινή περιφρονημένη σπλήνα, μιας πλήξης η οποία μπορεί όμως να βρει μια διέξοδο και ελπίδα στην καλλιτεχνική έκφραση (ίσως θα έπρεπε να γραφτεί κάποια στιγμή και μια ωδή στην πλήξη και στον ρόλο που έχει παίξει στην εξέλιξη της τέχνης, μην πάμε μακριά, το πανκ σαν και από αντίδραση στην ανία, στο boredom, δεν γεννήθηκε;). "Spleen Personality" λέγεται το κομμάτι με το οποίο ανοίγει ο δίσκος των Crestfallen, κάπου μετά στο "Time, carnivorous Time" συναντάμε και τον στίχο του Μπωντλέρ, anywhere out of this world, νομίζω ανακάλυψα το κλειδί μου για αυτό το μουσικό ταξίδι...
Όλα όμως τα ταξίδια, νοητά ή πραγματικά, ξεκινάνε από ένα δωμάτιο, "this is the room, the start of it all" που έλεγαν κάποτε οι Joy Division (στο "Day of the lords"). Από κάπου εκεί φαίνεται να ξεκίνησε η έμπνευση για αυτό τον δίσκο, από το διάβασμα, την ποίηση, τα ταξίδια με τα φτερά του λόγου και των ήχων. Ένα τέτοιο ταξίδι είναι και το "Chamber works", ένα ταξίδι που τροφοδοτείται από τα νάματα του γαλλικού συμβολισμού και των καταραμένων ποιητών του, του βικτωριανού ρομαντισμού και των νεοκλασικών συνθετών, ένας κύκλος τραγουδιών όπου η ποίηση και η αφήγηση, συναντώνται ισότιμα, αξίζει να παλέψεις να τον ξεκλειδώσεις (κι ας χρειάζεσαι συχνά το ...λεξικό!). Γοτθική μουσική δωματίου λέει παίζουν οι Crestfallen, και νομίζω ότι είναι από τις λίγες φορές που ένας χαρακτηρισμός είναι τόσο εύστοχος. Η "γοτθικότητα" όμως δεν είναι εκείνη η βαριά η τευτονική, η σκοτεινή και απέλπιδη που σε καταπλακώνει, ούτε φτάνει σε γραφικότητες και ακρότητες (όπως είναι σχεδόν κανόνας στον χώρο αυτό). Ο κόσμος των Crestfallen είναι ένας κόσμος διακριτικά μελαγχολικός, φορτωμένος από νοσταλγία για κάτι που όχι μόνο δεν υπήρξε ποτέ, αλλά μπορεί να υπήρξε και βασανιστικό, η παιδική ηλικία, η πατρίδα μας, με αναμνήσεις που μπορεί να σε κατατρύχουν ακόμη και όταν ζητάς καταφυγή, remedy, στον ύπνο, κι εκεί καραδοκούν τα όνειρα μέσα στην άγρια νύχτα. Είναι όμως και ένας κόσμος εσωστρεφής, λεπτεπίλεπτος και χαμηλότονος, μόνο στο "As a boy, I never liked buffoons" θα επιτραπεί μια de profundis λυτρωτική(;) κραυγή.
8 χρόνια το κυνηγούσε και το πάλευε ο Αλέξανδρος Ζαφειρόπουλος, ο δημιουργικός νους πίσω από το εγχείρημα των Crestfallen, η δουλειά είναι εντυπωσιακή και υψηλής επαγγελματικής στάθμης, αποτυπώνεται και στην συσκευασία ακόμη του δίσκου, στην χειροποίητη αισθητική του CD και του βινυλίου. Η απαρίθμηση και μόνο των οργάνων τα οποία χρησιμοποιούνται στον δίσκο θα ήταν κοπιώδης, συναντάμε έτσι από φλάουτο, τρομπόνι και τούμπα μέχρι κάθε λογής έγχορδα, πιάνο, μαντολίνο, κιθάρα, βιολί, και πολλά ακόμη, είκοσι και πλέον μουσικοί συνδράμουν με τη συμμετοχή τους. Και μολαταύτα... Πως συνέβη ο πληθωρισμός αυτός να μην ...ακούγεται στο αποτέλεσμα; Το μαγικό στο "Chamber works" είναι ο τρόπος με τον οποίο ο δημιουργός διαχειρίζεται όλον τούτο τον πλούτο των εκφραστικών μέσων με μια εντυπωσιακή οικονομία, με σοφία σχεδόν. Καμία επιδειξιμανία, καμία υπερβολή. Κανένα όργανο δεν επιβάλει αυταρχικά την παρουσία του, το καθένα βάζει την πινελιά του, φευγαλέα ενίοτε, καίρια πάντοτε, η ατμόσφαιρα είναι απόκοσμη μεν, αλλά καθαρή και όχι βαρυφορτωμένη ή πνιγηρή, η δε αισθητική αραχνοΰφαντη (να σημειωθεί εδώ η απουσία ηλεκτρονικών οργάνων και των συνακόλουθων ευκολιών τους). Υπάρχει όμως ένα το οποίο είναι καθοριστικό για τον δίσκο αυτό, στο οποίο ο Ζαφειρόπουλος αποδεικνύεται σπουδαίος δεξιοτέχνης. Ένα όργανο το οποίο μάλιστα ...απουσιάζει από την αναφορά στα credits. Και πιθανότατα δικαίως αδικείται, είναι γαρ ένα όργανο το οποίο ...δεν υπάρχει, ούτε πωλείται ούτε μπορεί να αγοραστεί πουθενά, δίχως αυτό όμως ίσως να μην υπήρχε μουσική, σε μεγάλα συγκλονιστικά έργα της ιστορίας η χρήση του ήταν καθοριστική, για βάλτε π.χ. να ξανακούσετε τις πιο διάσημες νότες της κλασικής μουσικής, τις πρώτες από την Πέμπτη του Μπετόβεν και παρατηρήστε τον μεγαλειώδη τρόπο με τον οποίο ο συνθέτης το ενορχηστρώνει. Κατ' αντιστοιχία, αξίζει να παρατηρήσετε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται στον δίσκο αυτό η σιωπή, πως επιτρέπει στον λόγο και στους ήχους να ανασαίνουν ελεύθερα, πως προάγει την εναλλαγή των ρόλων μεταξύ τους, πως υποβάλλει την αίσθηση του κενού χώρου, πως δίνει ταυτόχρονα χώρο για σκέψεις, κάθε είδους σκέψεις, για να νιώσεις τελικά στην πράξη εκείνο που είχε ευφυώς σημειώσει ο Debussy, ότι η μουσική είναι η σιωπή ανάμεσα στις νότες (μέχρι να έρθει ο John Cage να αφαιρέσει ακόμη και τις νότες τις ίδιες!).
Θα αποφύγω να μπω στον πειρασμό να συστήσω τον δίσκο αυτό σαν όχημα διαφυγής από το Τώρα και το Εδώ. Είναι μάλλον που πιστεύω ότι κατά έναν τρόπο τούτος ο κόσμος μας, ο ένας και μοναδικός, εμπεριέχει -και διαμορφώνεται κιόλας- όλους τους κόσμους τους οποίους μπορεί να δημιουργήσει και να φανταστεί ο καθένας μας. Εδώ και οπουδήποτε αλλού...