Astrild Astrild
Κι αν είμαι τζαζ, όλο σκιές και σκοτάδια, μη με φοβάσαι. Του Γιώργου Παπαδόπουλου
Ταυτόχρονα με το ντεμπούτο των Dale Cooper Quartet, ή τέλος πάντων κάπου εκεί κοντά, ξεκίνησαν και οι Kilimanjaro Darkjazz Ensemble , πίσω στο μακρινό 2006 και ξαφνικά ένας “νέος” ήχος έβγαινε από τα ηχεία και έφτανε στα αυτιά μας. Και μπορεί αυτό το “νέο” να μην ήταν κάτι το άγνωστο ή το καινούριο που κανείς δεν είχε ξανά ακούσει, αλλά ήταν αφενός κάτι το αισθητικά ακαταμάχητο με την περιρρέουσα μαύρη σκοταδίλα να κυριαρχεί παντού και αφετέρου ηχητικά ανανεωτικό για τα αυτιά μας τότε.
Και με τους Kilimanjaro να μας το κάνουν λιανά, η “darkjazz” βρήκε τρόπο να τρυπώσει σε σπίτια και δισκοθήκες. Βέβαια δεν προέβλεψαν ότι στον χαρακτηρισμό “darkjazz” υπάρχει η παρεξηγημένη λέξη “jazz” που για κάποιους είναι κάτι σαν το παγωτό μπανάνα ένα πράγμα. Από κανέναν δεν έχεις ακούσει άσχημα σχόλια για την γεύση του αλλά ποτέ δεν έκανες κίνηση να προσθέσεις μια μπάλα (στην δική μας παραβολή μπάλα ίσον με Δίσκο) από δαύτο στο χωνάκι σου(χωνάκι ίσον με δισκοθήκη). Και όλα αυτά τα γράφω γιατί πολύ απλά οι εν λόγω μπάντες και συγκεκριμένα στην περίπτωση μας οι Γάλλοι Dale Cooper, αγγίζουν την jazz επιδερμικά και απλά τη χρησιμοποιούν περισσότερο σαν ένα αισθητικό –ηχητικό μέσο για να χωρέσουν μέσα του την σκοτεινή μουσική τους, παρά σαν αυτούσιο το ίδιο το μουσικό ιδίωμα. Η μουσική τους αναμφίβολα λοξο-φλερτάρει με ένα σωρό επιρροές και ερεθίσματα, αλλά σε καμία περίπτωση το αργόσυρτο του χαρακτήρα της και κυρίως το αχανές, χαλαρό μουσικό ύφος της δεν μοιάζει με jazz. Οι Γάλλοι (όπως και οι Ολλανδοί Kilimanjaro) δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στο dark στοιχείο και το συνδυάζουν με ένα σωρό διαφορετικές επιρροές δημιουργώντας έτσι μια αμιγώς ατμοσφαιρική μουσική, στηριγμένη σε ambient χαλιά με καλοδεχούμενη πειραματική διάθεση και έντονα σκοτεινό ύφος.
Το νέο αυτό βινύλιο “Astild Astrild” έρχεται έπειτα από 4 χρόνια από την τελευταία δισκογραφική τους δουλειά “Quatorze pièces de menace” και μοιάζει να είναι το ηχητικό αδερφάκι του. Σχεδόν στάσιμοι όσον αφορά την ηχητική τους πρόοδο, αλλά σίγουρα συνεπείς στον κατάδικο τους αυτό ήχο. (Επι)Μένουν στις βασικές τους τις αρχές και απλώνουν μέσα στις τέσσερις πλευρές του δίσκου τα νέα τους κομμάτια. Πλαδαρά δομημένα, λίγο πιο ξεχειλωμένα από όσο χρειάζεται, οριακά ακροβατούν μεταξύ μιας λεπτής ισορροπίας ατμοσφαιρικού ambient και απίθανων οργανικών(ουχί jazz)σημείων που έρχονται λυτρωτικά να ξεπλύνουν την αmbient στασιμότητα και να δώσουν περισσότερη ουσία. Οι φωνές ακούγονται σαν κάποιους άσημους στοιχειωμένους crooners του παρελθόντος και έρχονται στα σημεία ακριβώς που χρειάζονται για να σε παρασύρουν ακόμα πιο βαθειά στην ακρόαση που σχεδόν σε υπνωτίζει.
Σαφώς και η έλλειψη της εξέλιξης στο τέταρτο αυτό δίσκο είναι εμφανής, τόσο που σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί διάολε τους πήρε τέσσερα χρόνια για να βγάλουν έναν παρεμφερή δίσκο που αν μάλιστα δεν δώσεις και πολύ σημασία στις σκόρπιες αχανής και ελαφρώς προβλεπόμενες ambient ατμόσφαιρες, τότε θα συνειδητοποιήσεις ότι το ζουμί όλου του δίσκου είναι τελικά πολύ συμπυκνωμένο. Ένα ζουμί όμως που φτάνει και περισσεύει στο να χαρακτηρίσει το “Astrild Astrild” έναν συνολικά καλό δίσκο.
Κυκλοφορεί από την πάντα αγαπημένη και ποιοτική Denovali Records, σκοτεινή μουσική που δεν χαμπαριάζει από καύσωνες, ήλιους, παραλίες και παγωτά μπανάνα. Μυσταγωγική, ιεροτελεστική, μια μοντέρνα ηχητική λιτανεία φτιαγμένη για παράωρα βράδια και σκοτεινές κατανύξεις.