Ο τραγικός: επιχείρησα να ακούσω το "Within these walls" στο αυτοκίνητο (και ούτε καν στις μάταιες συνθήκες του μποτιλιαρίσματος) και σαν "χαλί" στο σπίτι... Τζίφος! Ειλικρινά, χωρίς καμιά διάθεση νοσταλγίας και παρελθοντολαγνείας, ο θόρυβος που πια εισβάλει από παντού κάνει πολύ δύσκολες κάποιες ακροάσεις... Ευτυχώς ή δυστυχώς! Αν επιμείνεις όμως και αφιερώσεις λίγο χρόνο από τις "wee small hours" που θα 'λεγε και ένας μακαρίτης δεινόσαυρος, υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να ανταμειφτείς διπλά. Θα μπορούσαν να γραφτούν (και έχουν ήδη γραφτεί) σελίδες επί σελίδων για αυτές τις ώρες, ειδικά όταν πλαισιώνονται από όμορφες μουσικές, αλλά η πολύ πολύ προσωπική γραφή δεν είναι ούτε το φόρτε μου, ούτε και τόσο του γούστου μου και άλλωστε το θέμα είναι άλλο: ο τελευταίος δίσκος των Damon & Naomi με το σχετικό με τα παραπάνω τίτλο "Within these walls"... Όποιος, λοιπόν, προσεγγίσει τον ήχο του ντουέτο καλύτερα να σιγουρευτεί ότι γύρω του υπάρχουν τοίχοι και σχετική ησυχία και όχι λαμαρίνες αυτοκινήτου.
Γρήγορα στο ψητό: το ντουέτο των Krukowski και Yang που απαρτίζουν το συγκρότημα, μαζί με τον Wareham μια φορά και έναν καιρό (στα τέλη της δεκαετίας του '80 συγκεκριμένα) ηχογραφούσαν με το όνομα των Galaxie 500. Μάλλον δεν κατάφεραν να δουν το όνομά τους με χρυσά γράμματα στην ιστορία της μουσικής (τουλάχιστον σε μια συνοπτική έκδοσή της) αλλά με 3 πολύ καλούς δίσκους, και τουλάχιστον έναν από αυτούς ("On fire") να φιγουράρει συχνά στους καλύτερους/ σημαντικότερους δίσκους της περιόδου τους, αναφέρονται συχνά και όχι άδικα στις μπάντες που επηρέασαν την indie άνθηση των τελευταίων χρόνων. Παρόλ' αυτά, οι μπάντες που ξεπήδησαν από τους Galaxie 500 (Luna, Damon & Naomi), αν και με φανερές αναφορές στον ήχο της μητρικής μπάντας, μάλλον δεν εξαργύρωσαν με τους ευνοϊκότερους όρους τις γερές βάσεις του μητρικού συγκροτήματος... Είναι σημαντικό όμως το ότι ανατρέχοντας κανείς στη δισκογραφία και των 2 συγκροτημάτων, δύσκολα θα πέσει πάνω σε "σαπάκια"... Ο όποιος πιστός ακολουθητής του συγκροτήματος, νομίζω μπορεί να κοιμάται ήσυχος ξέροντας ότι ο συνθετικός οίστρος του ντουέτο είναι κατά κάποιο τρόπο ανεξάντλητος. Αν κάποια στιγμή όμως αναζητήσει ταρακουνήματα και τραντάγματα μάλλον πρέπει να απευθυνθεί αλλού! Έχουμε, λοιπόν, άλλον έναν έντιμο δίσκο από το συγκρότημα; Κάπως έτσι... Όσοι, δεν έχουν κουραστεί ακόμα από τις εμμονές των Cowboy Junkies, σίγουρα δεν θα απογοητευτούν.
Κάνοντας ένα ακόμα βήμα πιο μακριά από τη Sub Pop, και με το δεύτερο δίσκο τους στη δικιά τους δισκογραφική εταιρία 20/20/20, το ντουέτο δίνει αρκετό χώρο (για τρίτη φορά) στον κιθαρίστα των Γιαπωνέζων Ghost, Michio Kurihara, και αποζημιώνεται πλήρως για αυτό. Δεν μπορώ να σκεφτώ πώς μπορεί να χωρέσει στο, μάλλον πριβέ, όνομα του συγκροτήματος και ένας Γιαπωνέζος, αλλά η παρουσία του τελευταίου, για άλλη μια φορά, παρασύρει σαν φρέσκος και καθαρός αέρας τις γνωστές νυχτερινές, ονειρικές, εύθραυστες και folk-ίζουσες μπαλάντες του ντουέτο και τις μετατρέπει από μικρή νυχτερινή μουσική σε κάτι πιο μεγάλο, ή σε κάτι που τέλος πάντων αφορά περισσότερους! Εκτός από το υπέροχο "The well" που μπορεί να πιστωθεί εξ ολοκλήρου στον Kurihara, οι κιθαριστικές πινελιές του ίδιου σε αρκετά σημεία του δίσκου αλλά και η ουσιαστική συνεισφορά στην τελική ατμόσφαιρα των συμμετεχόντων εγχόρδων και πνευστών ντύνουν με αρκετό γούστο τις μελωδίες των Damon & Naomi. Το τελικό αποτέλεσμα σε καμιά περίπτωση δε μοιάζει με καρνάβαλο. Ένας υποβόσκων ακαδημαϊσμός, επίσης, κάνει την εμφάνισή του σε κάποια σημεία του δίσκου. Το "Cruel queen" που κλείνει το δίσκο θυμίζει πτυχιακή εργασία στη μουσική των Fairport Convention (πράγματι πρόκειται για παραδοσιακό τραγούδι). Η δημιουργία μουσικής, αποτελεί μία από τις πολλές "αρτιστικές" δραστηριότητες του ντουέτο (π.χ. διατηρούν και εκδοτικό οίκο) και αυτό είναι αρκετά φανερό στον ήχο τους. Δεν είμαι από αυτούς που βλέπουν κάτι σαν το τέλος της rock την έξοδό της από τις pub και την είσοδο στα πανεπιστήμια και όταν άλλωστε το αποτέλεσμα είναι τόσο γοητευτικό (έστω και κάπως έντεχνα) δεν μπορώ παρά να ανατρέξω στο δίσκο και απόψε...