Who Are They
Μια νέα δημιουργός αναζητά με όχημα την indie/dream ποπ τη δική της προσωπική διακριτή ταυτότητα σε έναν κόσμο (ουχί μόνο μουσικό) κορεσμένο από δαύτες. Της Χριστίνας Κουτρουλού
Στην πλειονότητά τους, οι εγχώριες μπάντες (οι νεότερες, κυρίως) τείνουν να καταλήγουν σε καλλιτεχνικές μονάδες, συχνά χωρίς να προλάβουν να αφήσουν κάποια αξιομνημόνευτη δουλειά. Μπορεί κάποτε να παρατηρήθηκε μια πιο έντονη κλίση προς τη δημιουργία συγκροτημάτων (θυμόμαστε π.χ. και το Popstars στο Mega, που είχε ως αποτέλεσμα τις Hi-5), όμως κάπου μπαίνει μια τελεία.
Στο mainstream, βέβαια, διάφορα boy bands συνεχίζουν να λειτουργούν, αλλά το περισσότερο που κατορθώνουν είναι να γίνονται τριτοτέταρτο όνομα σε προγράμματα μεγάλων λαϊκών αστέρων. Στο alternative, αντιθέτως, παρατηρείται μεγαλύτερη διάρκεια, έστω με παύσεις ή συχνές αλλαγές μελών, υπάρχει όμως «ταβάνι» ως προς την αποδοχή, με τις γνωστές εξαιρέσεις. Ίσως πάντως να είναι και πιο εύκολο δημιουργικά να ακολουθήσεις σόλο δρόμο, εφόσον το πράγμα δεν βγαίνει βιοποριστικά.
Η Danai Nielsen ξεκίνησε δισκογραφικά με το συγκρότημα Rosebleed, τους οποίους πρωτογνωρίσαμε μέσω του Schoolwave. Αν και μια περίοδο το πάλεψαν, ο δρόμος τους τελείωσε γύρω στο 2014 –κάτι που για την ίδια δεν αποτέλεσε εμπόδιο. Κάθε άλλο, όπως δηλώνει και σε συνεντεύξεις, εξηγώντας ότι μετά τη διάλυση και του διάδοχου συγκροτήματος Τhan.Εye, της προσφέρθηκαν ευκαιρίες αναζήτησης, ειδικά στο διάστημα που πήγε στη Γερμανία. Αυτό το πρώτο της προσωπικό άλμπουμ, τώρα, είναι μάλλον από τα πιο ευθυγραμμισμένα στο σήμερα πράγματα, τόσο ως προς τη δομή του, όσο και ως προς το ξετύλιγμα της καλλιτεχνικής της περσόνας.
Πολλοί, ασφαλώς, την έχουν ήδη εντοπίσει σε συναυλίες με τα αυτοσχέδια κοστούμια της, τα οποία ναι μεν τραβούν το ενδιαφέρον, χωρίς ωστόσο να συμβάλλουν και σε κάποια ιδιαίτερη performance: σε ζωντανή δράση, άλλωστε, το εκκεντρικό δεν αποβαίνει καθόλου εύκολο, από τη στιγμή που δεν το σπρώχνει κάπως και η μουσική σου. Οπωσδήποτε, βέβαια, οι εν λόγω εμφανίσεις δίνουν κάτι art σε επίπεδο εικόνας, κόντρα στην ακινησία που επιβάλλουν τα πλήκτρα. Νιώθεις εντούτοις ότι για την ώρα λείπει ένα συνολικότερο concept, κυρίως επί σκηνής, το οποίο θα αγκάλιαζε περισσότερο αυτά τα κουστούμια, ώστε να μην μένει η αίσθηση «τα φοράω για να τα φοράω». Η συμμετοχή και άλλων μουσικών πάντως, της δίνει περισσότερη ελευθερία για το κάτι παραπάνω.
Το α-λα-Andy Warhol εξώφυλλο του ‘Who Are They’ (στο οποίο μπορείς να προβάλλεις βέβαια κι άλλες αναφορές, π.χ. κινηματογραφικές) εξυπηρετεί τόσο την ποπ ταυτότητα της Ελληνοδανής δημιουργού, όσο και τις ανάγκες του merch της, αν και είναι κρίμα που δεν έγινε κάποια πιο προσωπική επιλογή. Μια ματιά στο Instagram της, λ.χ., μας βάζει να φανταζόμαστε κάτι πραγματικά σπιρτόζικο κι ιντριγκαδόρικο που θα ήταν ίσως και πιο ευθύβολο, μιας και μια τέτοια κυκλοφορία απευθύνεται δυνητικά και σε μεγαλύτερο κοινό. Όπως και ’χει, στο dream/indie pop περιεχόμενο του άλμπουμ συμβαίνουν πράγματα.
Ξεκινώντας από τα πλέον βασικά, θα λέγαμε ότι η ματιά της Danai Nielsen αποτυπώνεται σαφής ως προς το τι συμβαίνει τώρα στο συγκεκριμένο είδος. Οι όποιες διεθνείς επιρροές προκύπτουν αφομοιωμένες, έτσι που να διαβάζονται μα και μην διαβάζονται ταυτόχρονα: κάτι ιδιαίτερα σπάνιο και ευτυχές για τον σύγχρονο indie pop/rock χώρο. Η παραγωγή και οι ενορχηστρώσεις κρίνονται αναλόγως θετικά, αφού πάνω σε κάθε κομμάτι ο ήχος χτίζεται, τσιγκλιέται διακριτικά και εμπλουτίζεται με μικρές πινελιές κρουστών ή ηλεκτρονικών, που ενίοτε μπαίνουν επιτηδευμένα (με την καλή έννοια) άτσαλα. Προκύπτει λοιπόν ένας δίσκος που είναι μεν ποπ, μα ταυτόχρονα κλείνει και το μάτι σε όσους δεν ακούνε το είδος και ονειρεύονται παραπομπές σε πιο εναλλακτικούς ήχους, ακόμα και πειραματικούς.
Οι λεκτικές αναφορές της Nielsen τόσο ως προς την αποδοχή του διαφορετικού, όσο και σε κοινωνικά θέματα (π.χ. “Mermaid”), φαίνονται και ειλικρινείς και βιωματικές. Δεν είναι δηλαδή μια ακολουθία που επιβάλλει η μουσική βιομηχανία και οι καιροί, παρ’ όλο που κατά βάση «μιλάει» την αισθητική γλώσσα του εξωτερικού, α-λα-Αμέρικα. Μέσα σε όλα αυτά διακρίνεται ότι της ταιριάζουν πολύ τα πιο ρυθμικά ηλεκτρονικά στοιχεία (“Big Gorilla”, “Recycled Feelings”). Το δε “Who Are They” είναι πραγματικά κομμένο και ραμμένο για το ραδιόφωνο, με σωστές δόσεις έντασης και εκτόνωσης, αλλά και με οικείους τονισμούς, που παραπέμπουν στη Θεοδοσία Τσάτσου, σε σημεία μέχρι και στην Καλομοίρα.
Ωστόσο, με αφορμή αυτό το κομμάτι, μπορούμε να πούμε ότι στο όλο θετικό πρόσημο σχηματίζονται και ορισμένα ζητήματα προς συζήτηση, πρωτίστως στιχουργικά, δευτερευόντως ερμηνευτικά. Ειδικά λ.χ. στο απόσπασμα όπου η Nielsen εκφράζεται με ελληνικό στίχο, οι αδυναμίες έγιναν ιδιαίτερα εμφανείς, ίσως γιατί στα λημέρια μας είμαστε μαθημένοι σε μια στιχοκεντρική τραγουδοποιία, η οποία απαιτεί κάτι παραπάνω από γνώριμα εφηβικά τσιτάτα. Αλλά και γενικότερα, παρότι τα θέματα που αναπτύσσει το άλμπουμ είναι αρκετά, σου δίνεται η αίσθηση ότι ακούς συνέχεια για το ίδιο πράγμα. Κάτι βέβαια που ξεπερνάς, γιατί υπάρχουν και συγκεκριμένοι στίχοι, εύστοχοι προς τα νοήματά τους, οι οποίοι έτυχαν και σωστού «σερβιρίσματος».
Όσο για την ερμηνεία, θα λέγαμε ότι ειδικά στο indie πλαίσιο η διαρκής επίδειξη ευθραυστότητας και η ...νιαουριστή ευαισθησία έχουν κουράσει, καταλήγοντας σε μια εμφανώς στυλιζαρισμένη έκφραση –κι ας μην σχολιάσουμε καν τις «Ο/Η ευαίσθητος/η καλλιτέχνις» σαχλαμάρες των δελτίων Τύπου. Ευτυχώς η Nielsen αποφεύγει εδώ τον πρώτο σκόπελο (περί ευθραυστότητας), όχι όμως και τον δεύτερο. Κάπως έτσι, ενώ διαθέτει φωνητικές δυνατότητες (έστω συγκεκριμένες), καταλήγει να χάνει τη χροιά της σε ορισμένα κομμάτια, κάνοντάς σε να σκεφτείς ότι πίσω από το μικρόφωνο θα μπορούσε εδώ να βρίσκεται οποιαδήποτε άλλη φωνή ανάμεσα στις τόσες όμοιες.
Βέβαια, ακόμα και εντός αυτού του νιαουριστού πλαισίου, υπάρχει η εξαίρεση του “Unbelievable”: με τους τονισμούς και τις ανάσες της, η Nielsen πετυχαίνει και δίνει ένα χρώμα γλυκού παράπονου, ελαφριάς ειρωνείας και παιχνιδίσματος μαζί. Συντονισμός που το κάνει απολαυστικό. Από την άλλη, μπαλάντες τύπου “Turn Back Time”, “Let Me Love You” και “Lion Zion” ναι μεν βγάζουν γλύκα και συναίσθημα, ταυτόχρονα όμως οδηγούν τον δίσκο προς τον ηχητικό φορμαλισμό. Επιπλέον, η αρσενική περσόνα της δημιουργού –μια πολύ εφευρετική σκέψη, η οποία σίγουρα μετράει στα θετικά– καταλήγει να γέρνει προς το νερωμένο εκείνο R’n’B που αρέσει στο Pitchfork, μα στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται κανείς.
Με λίγα λόγια, η Danai Nielsen φαίνεται να μπαίνει στο εγχώριο alternative διακριτικά, ίσως και συνεσταλμένα, οπωσδήποτε όμως ουσιαστικά: με μια ταυτότητα προς σχηματισμό και με στοιχεία που υπόσχονται εξέλιξη. Δεν έχουμε λοιπόν παρά να προσδοκούμε για κάποιο πιο έντονο στίγμα και για ένα ακόμα πιο ξεκάθαρο και συνάμα πολύπλευρο καλλιτεχνικό όραμα.