Σε έναν κόσμο που οι Godspeed μάς έδειχναν πώς να φτιάξουμε μια βόμβα στο artwork ενός ΕP τους, oι Placebo τραγουδούσαν για την αίγλη του overdose ή ο Marilyn Manson φωτογραφιζόταν ως "antichrist superstar", ο Daniel Smith με το συγκρότημά του, τους Danielson Famile, προτιμούσαν να τραγουδούν για τη γνήσια και ανιδιοτελή αγάπη και να προβάλλουν μέσα από τη μουσική τους τα χριστιανικά ιδεώδη, ντυμένοι μέσα σε στολές νοσοκόμου που είχαν κεντημένες καρδιές στα μανίκια! Οι Danielson Famile θα περνούσαν ασφαλώς στα αζήτητα των γραφικών gospel συγκροτημάτων που προφανώς υπάρχουν κατά δεκάδες στις Ηνωμένες Πολιτείες, αν δεν ήταν πέρα και πάνω από όλα ευφυέστατοι μουσικοί, ακολουθώντας την αισθητική της Elephant 6 (The Olivia Tremor Control, Neutral Milk Hotel, The Apples In Stereo), με αισθητές πινελιές από Pixies και αλά Gorky's Zygotic Mynci ποπ ψυχεδέλεια. Ο ίδιος ο Steve Albini, άλλωστε, έχει υπάρξει παραγωγός τους, κι επειδή δεν μπορούμε να τον φανταστούμε να ξυπνάει Κυριακή πρωί για να προλάβει τη Θεία Λειτουργεία, καταλήγουμε στην άλλη εξήγηση, ότι είχε, δηλαδή, εντυπωσιαστεί από τις συνθετικές τους ικανότητες.
Μαθαίνοντας κάμποσα τρικς από τον Steve, o Daniel Smith αποφάσισε να καθίσει κι εκείνος στην καρέκλα του παραγωγού το 2003, εκτελώντας χρέη μηχανικού ήχου στο album "Hope You Fail Better" του June Panic, έναν τραγουδοποιό σπάνιας στόφας με μεγάλο (και σε ποσότητα και σε ποιότητα) έργο στο ενεργητικό του. Από ό,τι φαίνεται, η ζωηρή, υπερρεαλιστική και περιπετειώδης folk του Panic έδρασε καταλυτικά στον Smith, ο οποίος εμπλούτισε τη συνθετική του φλέβα με νέα στοιχεία, και έγραψε μια σειρά από νέα τραγούδια τα οποία και κυκλοφόρησε πρόσφατα, όχι κάτω από το όνομα των Danielson Famile, αλλά με όχημα ένα solo project που ονομάστηκε απλώς Danielson. Οι παλιές αγάπες βέβαια δεν ξεχνιούνται, κι έτσι, για άλλη μια φορά, έχουμε ένα album χριστιανικής μουσικής, με αφοπλιστικά αθώους στίχους που περιμένεις στην επόμενη στροφή να σου πουν ότι αν σε χτυπήσουν στο ένα μάγουλο πρέπει να γυρίσεις να σε χτυπήσουν και στο άλλο. Περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο όμως, οι στίχοι θυμίζουν τα αγνά σχήματα του C-86 και της Sarah Records, και τα οράματά τους περί ασεξουαλικής αγάπης και ιδανικής φιλίας. "I wrote for you a lovely song / I've got two great friends, yours truly and you" τραγουδάει στο "Did I Step On Your Trumpet", ενώ στο "Two Sitting Ducks" (σε ελεύθερη μετάφραση: τρία πουλάκια κάθονταν) λέει "this coming holiday I'm gonna make you my priority" με έναν παιδιάστικο ενθουσιασμό που, χριστιανικός - ξεχριστιανικός, δεν μπορεί παρά να σε συμπαρασύρει.
Το "Ships" ξεκινάει με ένα μεγαλειώδες τραγούδι που εναλλάσσει μια στοιχειωμένη μελωδία στην ακουστική κιθάρα με ένα εξιλεωτικό ρεφραίν, και ένα δεύτερο επαναλαμβανόμενο και ακόμα πιο απογειωτικό ρεφραίν λίγο μετά το πρώτο του λεπτό, για να επανέρθει στην αρχική ηρεμία. Η συνέχεια είναι εξίσου εκρηκτική, καθώς για τα τρία επόμενα τραγούδια τουλάχιστον, η ίδια διάθεση ευφορίας διατηρείται αμείωτη, αναμεμιγμένη με μπόλικη ενέργεια, αλλά και με αμυδρά χρώματα μελαγχολίας. Φανταστείτε τους Pixies σε ελαττωμένη ταχύτητα μαζί με τους Hefner και τους Belle And Sebastian να προσπαθούν να ηχογραφήσουν το δικό τους "Pet Sounds", και έχετε μια αρκετά κοντινή εικόνα για το ηχητικό κλίμα του "Ships". Όσο για την ερμηνεία: μια εφηβική, άγουρη χροιά που φέρνει λίγο στον Jad Fair και δανείζεται τις μανιασμένες εξάρσεις του Frank Black (όταν ακόμα λεγόταν Black Francis), ή για να το πούμε πιο περιγραφικά, αυτό που θα ακούγαμε σε μια φρενήρη rock προσπάθεια ενός μεθυσμένου Kermit από το Muppet Show.
To παράξενο σε όλη αυτή την ιστορία είναι πως όλα αυτά δουλεύουν, και μάλιστα με τρόπο αριστοτεχνικό. Η αθωότητα των στίχων δίνει στο δίσκο ένα αξιαγάπητο twee χρώμα και μια μοναδική αίσθηση του χιούμορ, η πολυπλοκότητα και η γλαφυρότητα των συνθέσεων τις καθιστoύν απόλυτα εθιστικές μετά από λίγες ακροάσεις, ενώ οι ερμηνευτικές ιδιοτροπίες αποφορτίζουν τις κατά περίπτωση σκυθρωπές διαθέσεις του "Ships" και το κάνουν να ακούγεται αξιοθαύμαστα άμεσο. Το "Ships" είναι ωστόσο από εκείνους τους δίσκους που αδικείται αν αναλυθεί στα συστατικά του, μιας και το βασικό του πλεονέκτημα είναι η ατμόσφαιρά του, αυτή η ίδια γλυκειά παραζάλη που επικρατούσε στο "In The Aeroplane Over The Sea", τα φωτεινά χαμόγελα των The Shins, ο σουρρεαλισμός του Devendra Banhart, η οικεία ζεστασιά των The Olivia Tremor Control ή η αιώνια εβηφεία του "Barafundle" των Gorkies. Λατρέψτε τον όπως τού αξίζει, και αν θέλετε περισσότερα προχωρήστε προς τα πίσω, όχι τόσο στα albums των Danielson Famile, αλλά σε εκείνα του June Panic, καθώς εκείνος φαίνεται να είναι, έστω και ερήμην του, ένας από τους βασικούς υποκινητές για το μαγικό αποτέλεσμα του "Ships".