Δεν είναι η θλίψη για τη ζωή κάποιου άλλου, που είναι προορισμένη κάποτε να χαθεί. Είναι η αγωνία για τη ζωή τη δική του, που γνώριζε ότι θα χανόταν. Σύντομα. Το "Blackstar" δύσκολα θα μπορούσε να μην ήταν τόσο σκοτεινό, όσο και ο τίτλος του. Επίσης, ακόμα πιο δύσκολα θα μπορούσε να ήταν απαλλαγμένο από τη διαχείριση της ιδέας του θανάτου και το φόβο του επέκεινα. Μη νομίσετε πως αυτά αποτελούν ευφυολογήματα μιας πιο "πιασάρικης" εισαγωγής στο κύκνειο άσμα του "The Τhin White Duke". Λάβετε υπόψη ότι το "Blackstar" γράφτηκε εν γνώσει ότι το νερό στην κλεψύδρα της ζωής του έφτανε προς το τέλος του. Αλήθεια, πώς μπορεί κανείς να μιλήσει γι' αυτές τις αγωνίες; Ο David Bowie επέλεξε να τις αντιμετωπίσει όρθιος και με αξιοπρέπεια. Έχοντας για όπλα του τη μουσική και το σαρκασμό του. Δεν έχω καμία απολύτως πρόθεση να τον ηρωοποιήσω, ούτε επιθυμώ να του αποδώσω περισσότερα εύσημα από όσα δικαιούται, μόνο και μόνο επειδή "κοιμήθηκε". Άλλωστε, κάτι τέτοιο δε θα το ήθελε ούτε κι εκείνος. Και φυσικά, ούτε καν θα το χρειαζόταν.
Στην εικοστή πέμπτη στούντιο κυκλοφορία του David Robert Jones, που αποτελείται από επτά τραγούδια, όπως είναι ευνόητο, αποτυπώνεται και πάλι η αφοσίωσή του στη δημιουργία μέσω διαφορετικών τρόπων έκφρασης. Εδώ που τα λέμε, δε θα περιμέναμε κάτι διαφορετικό. Όλοι μας, αλλά πολύ περισσότερο ο Bowie, δεν είναι δυνατό να ξεφύγει από τον εαυτό του. Εκείνον που όλοι γνωρίσαμε, κυρίως από το 1969 και μετά, με τις διάφορες περσόνες και την αγάπη για την καινοτομία. Αυτή, στην περίπτωση του τελευταίου του άλμπουμ, εστιάστηκε στη συνεργασία με το jazz κουατέτο του Νεοϋορκέζου σαξοφωνίστα Donny McCaslin. Κι αν λάβετε υπόψη ότι το "Blackstar" αποτελεί ένα από τα πιο "πειραματικά" άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει, τότε ίσως μπορέσετε να κατανοήσετε, ακόμα και πριν το ακούσετε, πώς γίνεται να μην είναι jazz ένας δίσκος παιγμένος κυρίως από τζαζίστες. Μη με παρανοήστε, όμως, και νομίσετε πως δε θα βρείτε διάσπαρτα μερικά αριστουργηματικά jazz solos. Κατά τη γνώμη μου, αυτά είναι τα πιο πολύτιμα στοιχεία του άλμπουμ και ταυτόχρονα εκείνα που το διαφοροποιούν από τα προηγούμενα. Και, ναι, εννοώ ακριβώς αυτό: ότι υπάρχει μεγάλη ποιότητα και στις στιγμές που ο Bowie μπαίνει σε δεύτερο πλάνο. Κι αυτό στην πράξη δε θα πρέπει να ήταν καθόλου εύκολο. Στο δίσκο συμμετέχουν αποσπασματικά και άλλοι μουσικοί, μεταξύ των οποίων διακρίνουμε τον James Murphy των LCD Soundsystem και τον Tim Lefebvre των Tedeschi Trucks Band.
Βγάλτε, λοιπόν, από το μυαλό σας το "The Next Day" και στοχέψτε ακόμα ψηλότερα. Καταρχάς, αποδώστε τα εύσημα στον παλιόφιλο Tony Visconti, που συνυπογράφει την παραγωγή με τον David και φτιάχνει ένα πειστικά σκοτεινό μουσικό περιβάλλον για ένα στιχουργικά βίαιο concept άλμπουμ. Κι όσον αφορά τη θεματολογία του θανάτου, σίγουρα δε μπορούμε να πούμε πως είναι τελείως ξένη στους κόσμους του Bowie, μια και έχει καταγραφεί συχνά ως πηγή σημαντικών εμπνεύσεών του από την εποχή του "Space Oddity" και του "Heroes". Τούτη τη φορά, όμως, τα πράγματα είναι πιο σοβαρά, λόγω του επικείμενου δικού του θανάτου, την για αγωνία του οποίου ο Bowie τραγουδά πολύ θεατρικά, συχνά μελοδραματικά και ενίοτε με τη χρήση απόκοσμης echo.
Ο δίσκος ξεκινά με το φερώνυμο του δίσκου τραγούδι. Μια ακαταμάχητη ελεγεία, που θυμίζει μουσική από ταινία του Tim Burton. Όταν ο David αρχίζει να τραγουδά "On the day of execution / Only women kneel and smile" μπαίνεις απότομα στο κλίμα κι αφήνεις την ομίχλη να σε πλησιάσει. Στα σχεδόν δέκα λεπτά που διαρκεί, ξετυλίγονται πάνω σε progressive και experimental πρότυπα σκοτεινοί στίχοι, που παίρνουν εφιαλτική διάσταση από τα έγχορδα του Tony Visconti και κυρίως από το αλλόκοσμο σαξόφωνο του McCaslin, που θα ζήλευαν κι οι King Crimson. Στο δε "Tis A Pity She's A Whore" ο McCaslin μας πάει ξανά σε άλλη διάσταση με νότες βγαλμένες από τα 70's, που θεριεύουν πάνω σε μια αφύσικα ζωντανή για τη βασισμένη σε έργο του 17ου αιώνα διασαλευμένη στιχουργική του τραγουδιού rhythm section. Το "Lazarus" είναι το πιο προσωπικό τραγούδι του δίσκου και ένα από τα καλύτερά του. Η Fender που ακούγεται είναι παιγμένη από τον ίδιο τον Bowie, ενώ τα πνευστά θα έκαναν τους Roxy Music του '70 να δακρύσουν. Η πικρή απόγνωση και η λαχτάρα για ελευθερία του εξιστορείται από έναν νεκρό που επικοινωνεί με τους ζωντανούς, ενώ το τραγούδι περιλαμβάνεται και στο μιούζικαλ, που βασίζεται στο "The Man Who Fell To Earth" (1976), όπου είχε πρωταγωνιστήσει ο Bowie. Υπάρχει και μια επανεκτέλεση του "Sue (Or In A Season Of Crime)", με τη μορφή καθαρόαιμης murder ballad χτισμένης πάνω σε drum'n'bass. Το "Girl Loves Me" ακούγεται σαν ένα ιδιότυπο πομπώδες εμβατήριο τοπικής μπάντας, που ξεμακραίνει προς τους βάλτους μέσα στο φεγγαρόφωτο. Ξαφνιάζει με την ιδιότυπη hip-hop αισθητική του και τους στίχους του, που είναι τραγουδισμένοι στα Nadsat, δηλαδή στη γλώσσα που μιλούσε η συμμορία στο "Κουρδιστό Πορτοκάλι". Tο "Dollar Days" είναι μια μπαλάντα με ήχους από το παρελθόν και καθαρόαιμο jazz σαξόφωνο που γλυκαίνει το γκρίζο. Το καταληκτικό "I Can't Give Everything Away" έχει εξαιρετικά ταξιδιάρικα φωνητικά, στα οποία διακρίνει κανείς την αγωνία του να δει ότι εκείνο που αχνοφαίνεται στο βάθος είναι πραγματικά το φως της ελπίδας. Κι όμως, αν προσέξει κανείς τους στίχους, βλέπει πως η λύτρωση δε μοιάζει τόσο κοντινή: "The reaper wears a skate-rat's high-tops, and he's tiptoeing up behind you".
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τις προθέσεις του Bowie σχετικά με το "Blackstar". Ακόμα κι αν τις γνώριζα, δε θα ήταν σωστό να έβλεπα το κύκνειο αυτό άσμα αποκλειστικά μέσα από τη δική του προοπτική, διότι αυτό θα αντέβαινε στην όλη ιδέα πρόσληψης της τέχνης. Αυτό που πιστεύω, όμως, ακράδαντα είναι πως χάρη και στο "Blackstar" η μνήμη του θα συνεχίσει να μας συντροφεύει μέσα από τη μουσική του. Κι αν τελικά, ο Bowie έψαχνε να βρει έναν τρόπο να νικήσει το θάνατο, πού ξέρετε; Μπορεί και να τον βρήκε!