Είναι πολύ ωραίο τελικά το να είσαι οπαδός του David Bowie. Γενικά είναι ωραίο το οπαδιλίκι, αλλά με τον Bowie και δύο-τρία άλλα ονόματα (βλέπε R.E.M. κ.λ.π.), έχεις το κεφάλι σου ήσυχο. Πάρτε για παράδειγμα το φετινό 'Reality'. Πέρα από τα κλισέ περί του αν είναι καλός ή κακός δίσκος, είναι πάνω από όλα ένας «Bowie δίσκος», που πολλοί από εμάς τον έχουμε ανάγκη. Ο Bowie πλέον για τους πιστούς του κουβαλάει αίγλη και φορτίο, ανάλογα μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Και ευτυχώς όλο και πιο συχνά οι κακές χρονιές του αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα που τον θέλει να παρουσιάζεται σε συνήθη φόρμα.
Έχοντας την στόφα ενός γνήσια προοδευτικού rock 'n' roll δίσκου, το 'Reality' LP μπερδεύεται ιδανικά ανάμεσα στην έμπνευση των '70ς, στα χρόνια που πέρασαν από τότε, στο γεγονός ότι ηχογραφήθηκε μόλις χθες και στο ότι η ταυτότητα του δημιουργού του το αναγκάζει να αποτελέσει αντικείμενο κριτικής ακόμη και μετά από δέκα και δεκαπέντε χρόνια. Ποιος περίμενε στις αρχές των '90ς ότι σήμερα θα ασχολούμασταν και πάλι με το 'Black Tie White Noise'; Υπάρχει άραγε λόγος να βγει ποτέ σε «βελτιωμένη» έκδοση το 'Badmotorfinger'; Δε νομίζω. Μερικοί μόνο καλλιτέχνες έχουν την ικανότητα να στέκονται πάνω από το έργο τους. Ίσως και μόνο ο Bowie να την έχει εδώ που τα λέμε... Οι περισσότεροι καταπλακώνονται από αυτό.
Το 'Reality' ξεκινάει με ένα ιδανικά groovy single ('New killer star') που συρρικνώνοντας σωρηδόν εντός του τα rock κλισέ, με μοναδική ικανότητα φτιάχνει κατάσταση για έναν απολαυστικά Bowie-κό δίσκο, που όντως ακολουθεί. Ο Tony Visconti στη συνέχεια αναλαμβάνει να αναστήσει τον ένδοξο ήχο του παρελθόντος, και οι συνθέσεις του Bowie ανακαλούν επιλεκτικά τις μεγάλες στιγμές των εκάστοτε καλύτερων περιόδων της καριέρας του.
Μια παρανοϊκή διασκευή-ανατροπή στο 'Pablo Picasso' των Modern Lovers, μια μίνι ελεγεία ('The Loneliest Guy'), μέχρι να φτάσετε στο ελεγειακό αποκορύφωμα του τέλους (εκπληκτικό το minimal 'Bring Me The Disco King' - συγκινητική η φωνή του «Δούκα»!), και ενδιάμεσα γνήσιες στιγμές νοσταλγίας για βετεράνους με ιδιαίτερες ικανότητες στο φουτουριστικό rock. Παρούσα και ή αυθεντική αίσθηση περί τέχνης... που διαπερνούσε σπουδαίες δουλειές όπως το Heroes κ.λ.π. Παράλληλα δε, και παρά την παντελή απουσία του στοιχείου της έκπληξης, τραγούδια όπως τα 'Fall dog bombs the moon' και 'Never Get Old' δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις ότι διακρίνονται από ένα είδος, τεχνητής έστω, σπουδαιότητας.
Είναι σχεδόν τρομακτικό, αλλά τούτη εδώ η νιοστή επιστροφή του Bowie στον καλό του εαυτό, αυτό το τριακοστό πέμπτο πισωγύρισμα του στην «χρυσή» εποχή του, η δέκατη και βάλε προσπάθεια του να συνεχίσει από εκεί που... κάποτε σταμάτησε με το 'Scary Monsters' κ.ο.κ. είναι σαφώς ανώτερη και αναμφίβολα απολαυστικότερη από οτιδήποτε κυκλοφόρησαν φέτος οι Strokes, οι Starsailor (ο ΜΑΠΑ δίσκος!), οι Black Rebel Motorcycle Club και ένα σωρό άλλοι των οποίων τον «δύσκολο δεύτερο δίσκο» υποτίθεται ότι περιμέναμε με κομμένη την ανάσα. Πράγμα που αποδεικνύει και πάλι ότι το μεγαλύτερο μειονέκτημα του rock 'n' roll είναι ότι απαιτεί να είσαι σπουδαίος για να τα βγάλεις πέρα μαζί του. Εν αντιθέσει με κάθε άλλο μουσικό είδος. Ενώ παράλληλα το μεγαλύτερο μειονέκτημα του Bowie είναι που πλέον με κάθε νέο δίσκο του, σε αναγκάζει να αναμασάς χιλιοειπωμένες ροκ θεωρίες για να τα βγάλεις πέρα μαζί του.