Το "Everything and nothing" συγκεντρώνει ολόκληρη τη μουσική ζωή του David Sylvian σε δύο και κάτι cd. Θα μπορούσε ίσως να συνοδεύεται από πολυσέλιδο φωτογραφικό άλμπουμ (είναι και φωτογράφος...), να κυκλοφορεί σε μορφή DVD (και... film-maker) ή ακόμη να συνοδεύει ηχητικά εκθέσεις μοντέρνας τέχνης (γενικώς καλλιτέχνης...) και να ακούγεται στους διαδρόμους των απανταχού «προχωρημένων» κινηματογραφικών φεστιβάλ.
Σοφά όμως επιλέγει να εστιάσει στην τέχνη εκείνη που αντανακλά με τον πιο πιστό τρόπο αυτό που ίσως αποτελεί το σημαντικότερο στόχο του Sylvian και τον οποίο πάνω από είκοσι χρόνια τώρα επιδιώκει εφευρίσκοντας κάθε τόσο νέες «τεχνικές» και «μεθόδους» για να τον προσεγγίσει: ο David Sylvian αναζητά, ανακαλύπτει και αναδεικνύει την ομορφιά και τη γαλήνη, πάντα στις πιο ώριμες και καλαίσθητες εκδοχές τους. Και διαπιστώνει τελικά κανείς ότι τις εντοπίζει και τις δύο, όπου κι αν έχουν κρυφτεί: στις instrumental ambient ατμόσφαιρες που αποφεύγουν τα πολλά λόγια (εδώ απουσιάζουν καθώς επιλέγεται ο «τραγουδιστικός» Sylvian), στη φουτουριστική εικονολατρεία του Ryuichi Sakamoto, στις μέρες των Japan που θυσίασαν το εφηβικό πάθος του new wave για τα φτιασίδια του glam ρομαντισμού, στα τραγούδια που σπάνια καταφέρνουν να αποκτήσουν pop χαρακτήρα, παρασυρόμενα από την τεχνική αρτιότητα των εκτελεστών τους και το σοφιστικέ στυλ του ερμηνευτή τους, στις συνεργασίες με τους «συνήθεις υπόπτους» του αιθέριου εσωτερισμού με τις progressive καταβολές (Robert Fripp και σία...) και όπου αλλού τολμά να εισχωρήσει ο ευγενής αυτός κύριος.
Ο David Sylvian επέλεξε να είναι ήπιος και χαμηλών τόνων, μη φοβούμενος να χαρακτηριστεί ακίνδυνος και χλιαρός. Η πιθανότητα να κατηγορηθεί ως ελιτιστής δεν τον εμπόδισε να διατηρήσει ακόμη και τα πιο δύστροπα και «ενοχλητικά» στοιχεία της ιδιαιτερότητας του (πληρώνοντας το τίμημα με το να μη γίνει ποτέ ο star που του άξιζε να είναι...). Έγινε τόσο ποιητικός και λογοτεχνικός, ώστε να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί απόμακρος. Και τελικά κατάφερε όλο αυτό το σκόρπισμα σε συνεργασίες, επανενώσεις και περισσότερο προσωπικές προσπάθειες να αποκτήσει μια ενότητα, που μετά από τόσα χρόνια πλέον χωρίς δισταγμό μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε Sylvian-ική.
Τα τραγούδια παρατίθενται με κάθε άλλο παρά στρωμένη χρονολογική σειρά. Το 'Bamboo Houses' για παράδειγμα, το πρώτο ουσιαστικά single της solo καριέρας του σε συνεργασία με τον Sakamoto, το συναντάμε ένα ακριβώς τραγούδι πριν τελειώσει και το δεύτερο cd της συλλογής. Ενώ το 'Heartbeat' (τυπικό radio nights... κομμάτι), αν και από το «πρόσφατο» 1991 φιγουράρει ως μόλις το δεύτερο κομμάτι στο πρώτο cd. Στο τέλος της ακρόασης όμως τίποτα δε φαίνεται μπερδεμένο, καμιά αίσθηση ασυνέχειας και έλλειψης εσωτερικής σύνδεσης όσων έχεις ακούσει δε σου μένει. Η Sylvian-ική ενότητα, που λέγαμε και πριν, λειτουργεί και καταφέρνει να γεφυρώσει το ούτως ή άλλως απλά χρονολογικό χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στα τραγούδια.
Αριστουργήματα όπως το ακυκλοφόρητο 'The scent of Magnolia' (το οποίο το συναντάμε άλλες δύο φορές -edit και remix version- στο mini cd που συνοδεύει τη limited κυκλοφορία του δίσκου)', το 'Pop song' και το 'Cover me with flowers' διδάσκουν την πραγματική έννοια αυτού που συνηθίζουμε να αποκαλούμε ευαίσθητη τραγουδοποιεία, χωρίς υπερβολές και κραυγαλέες εξάρσεις. Συνέπεια αυτού είναι η ευαισθησία του να καθίσταται ακατάλληλη για νεαρές ηλικίες, οι οποίες καμιά διάθεση δεν έχουν για υποκατάσταση της γοητείας του αυθορμητισμού με την ωριμότητα και το συναισθηματικό καταστάλαγμα που διακρίνει τον Sylvian... Ο ίδιος όσο και να γράφει με τρόπο εσωτερικό, όσο και η μουσική του να χρειάζεται αποκωδικοποίηση (για να μην περάσει αδιάφορη ή καταλήξει απαρατήρητη) μπορεί και συμπεριφέρεται πάντα με πνευματώδη και τιμητικό τρόπο σε όσους κάνουν τον κόπο να ασχοληθούν μαζί του λίγο παραπάνω! Στα τραγούδια του η αγάπη συνδυάζεται πάντοτε με κάποια τρίτη έννοια και αποφεύγει το κλασσικό διπολικό μοτίβο (εγώ/ εσύ + ο έρωτάς μας) στις θεματολογίες του.
Το 'Everything and Nothing' είναι μια καριέρα ολόκληρη λοιπόν. Και βαθμολογώντας το βαθμολογείς ολόκληρη την πορεία του δημιουργού του ουσιαστικά, ας μη γίνει αυτό λοιπόν έτσι ελαφρά τη καρδία. Μπορείς όμως να το προτείνεις ως ιδανική πρόταση αγοράς για μια πρώτη γνωριμία με έναν από τους λίγους εκπροσώπους μιας μουσικής που αν και σοβαρή, επιδιώκει να συγκινήσει (χωρίς να «ξενερώνει), γιατί ακριβώς συγκινείται και «βασανίζεται» και η ίδια. Στο κάτω κάτω πώς είναι δυνατόν να μη θέλει κάποιος απλά και μόνο να μπορεί πότε πότε να ακούει αυτή τη φωνή, ΤΗ φωνή για να εξηγούμαστε!