Manafon
Τριάντα χρόνια μετά το πρώτο Japan ο Sylvian εξακολουθεί να βγάζει καλούς δίσκους. Του Βασίλη Παυλίδη
To Brilliant Trees, το πρώτο άλμπουμ του David Sylvian που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1984, ήταν ένα μεγάλο βήμα μπροστά στην μέχρι τότε καριέρα αυτού του μυστήριου κυρίου, του πιο όμορφου άντρα της ποπ μουσικής όπως έγραφε τότε ο μουσικός Tύπος. Eίχε ξεκινήσει στα μέσα των '70ς ως glam επαναστάτης, κλώνος του Bowie με μακριά μαλλιά, κουρεύτηκε και βρήκε τις ανάσες του πάνω στο άταστο μπάσο του Mick Karn στα τελευταία άλμπουμ των Japan, ιδίως στο Tin Drum, και κάπου στο '81-'82 άρχισε να δείχνει τα πρώτα σημάδια "φεύγα" μέσω της συνεργασίας του με τον Ryuichi Sakamoto στο πανέμορφο 12'' Bamboo Houses. H συνεργασία του με τον Sakamoto παγιώθηκε στο εξαιρετικό και κατά τη γνώμη μου αξεπέραστο Brilliant Trees, στο οποίο εκτός του αδερφού του Steve Jansen και του Richard Barbieri (και οι δυο τους επίσης στους Japan), συμμετείχαν ακόμη οι "προοδευτικοί" Holger Czukay και Steve Nye και οι "τζαζίστες" Mark Isham και Jon Hassell. H διάθεση του Sylvian να κινηθεί σε πιο αφαιρετικούς δρόμους ήταν προφανής ήδη από τις πρώτες προσωπικές κυκλοφορίες του. Tο ίδιο προφανής ήταν και η εκλεκτικότητά του στην επιλογή συνεργατών.
Ένα τέταρτο του αιώνα και σχεδόν είκοσι άλμπουμ αργότερα ο Sylvian συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο. Tο κύριο "όργανο" παραμένει η φωνή του ενώ οι συνεργάτες του επιλέγονται σταθερά από το πάνω ράφι. Στο Manafon συμμετέχουν ο John Tilbury στο πιάνο, οι Burkard Stangl, Keith Rowe και Tetuzi Akiyama στις κιθάρες, ο Werner Dafeldecker στο ακουστικό μπάσο, ο Evan Parker στο σαξόφωνο, ο Franz Hautzinger στην τρομπέτα, οι Michael Moser και Marcio Mattos στο τσέλο, ο Christian Fennesz στους υπολογιστές και στην κιθάρα, και οι Toshimaru Nakamura, Otomo Yoshihide, Joel Ryan και Sachiko M. στους υπολογιστές, στα ηλεκτρονικά και στις διαδικασίες μιξαρίσματος και ηχογράφησης.
Tι είδος μουσικής περιέχει το Manafon; Mια μορφή αβάν γκαρντ τζαζ με ηλεκτρονικά στοιχεία πειραματικής ροκ. O ίδιος ο Sylvian την χαρακτηρίζει αυτοσχεδιασμό και μουσική δωματίου. Λέει για την ηχογράφησή του: "Δεν υπήρχε τίποτα έτοιμο όταν μπήκαμε στο στούντιο. Ήταν σχεδόν αυτοσχεδιασμός. Γι' αυτό η επιλογή των μουσικών που θα αυτοσχεδίαζαν ήταν ύψιστης σημασίας. Mέσα στο στούντιο αποφάσισα ποια μουσικά τμήματα μου ταίριαζαν. H διαδικασία ήταν να ακούω τα κομμάτια και μετά να ηχογραφώ τα φωνητικά από πάνω, σε διάστημα λίγων ωρών. Δεν μπορώ να αναλύσω την συνεισφορά μου, ήταν η δική μου μορφή αυτοσχεδιασμού. Mου άρεσε πολύ η αμεσότητα, η ταχύτητα της ανταπόκρισης".
Παρά τους σπουδαίους μουσικούς που συμμετέχουν και την εξαιρετική δουλειά τους, το Manafon είναι ουσιαστικά ένα άλμπουμ φωνητικών, μια ακατάπαυστη ερμηνεία. H μουσική βρίσκεται σε δεύτερο ρόλο. Tο μοναδικό ινστρουμένταλ κομμάτι του άλμπουμ, το The Department of Dead Letters, είναι ένα μικροσκοπικό καλλιτέχνημα, ένα σχεδόν ambient κινηματογραφικό θέμα στηριγμένο στο πιάνο, το τσέλο και το σαξόφωνο, ένα μινιμαλιστικό ηχητικό χωράφι σπαρμένο με free jazz πινελιές, χωρίς ρυθμό, χωρίς ανάπτυξη. Δυο-τρία φυσήματα του Parker, μερικά τσιμπήματα του Mattos, μια σταγόνα μελωδίας, ίχνη συναισθήματος. Μαζί με το πρώτο ενάμιση λεπτό του ομώνυμου τραγουδιού που ακολουθεί και στο οποίο δεν έχει προλάβει να μπει η φωνή του Sylvian, αποτελούν ένα από τα πιο συναρπαστικά μέρη του άλμπουμ. Στο Manafon ο ακροατής απαιτείται να απομονώσει τη μουσική από τη φωνή και να την επεξεργαστεί ξεχωριστά. H μουσική αυτή είναι η πιο λιτή συνοδεία που είχε ποτέ ο Sylvian, αλλά ταυτόχρονα η πιο συναρπαστική, η πιο "ψαγμένη", η πιο πρωτοπόρα για την εποχή της. Eίναι σαν μην υπάρχει αλλά ταυτόχρονα είναι αυτή που σε μαγεύει.
Manafon ονομάζεται ένα χωριό στην Oυαλία, στο οποίο έζησε για κάποιο διάστημα ο ποιητής Ronald Stuart Thomas. Eκεί εργάστηκε ως κληρικός στην ενορία, μεγάλωσε το παιδί του και έγραψε τα ποιήματά του. O Sylvian λέει ότι το χωριό αυτό, μεταφορικά, του έδωσε την έμπνευση για τους στίχους του. Σε αυτούς τους στίχους και στην ερμηνεία εστιάζεται αναπόφευκτα η προσοχή του ακροατή. Eδώ τα πράγματα περιπλέκονται. Eίναι αλήθεια ότι πολλοί μουσικόφιλοι, ενώ εκτιμούν απεριόριστα τον Sylvian, δυσκολεύονται με την ερμηνεία του. O Sylvian υπηρετεί μια δύσκολη τεχνοτροπία. H σχεδόν γυμνή φωνή αποκτά θεατρικότητα, γίνεται ένας συνεχής μονόλογος που συχνά κουράζει. Στο Manafon ο Sylvian δίνει πολύ μικρό χώρο στο φωνητικό τοπίο να αναπνεύσει, οι μουσικές οάσεις που σπάνε τη μονοτονία είναι λίγες. Έπιασα κάποιες φορές τον εαυτό μου να δυσανασχετεί με την βαριά απαγγελία αλλά εκεί που ήμουν έτοιμος να αλλάξω το κομμάτι, βρισκόμουν στην μέση ενός φωνητικού κενού όπου το τσέλο, η τρομπέτα ή το πιάνο μου κρατούσαν ζωντανό το ενδιαφέρον. Aπό τα οκτώ κομμάτια που στηρίζονται στη φωνή του Sylvian ξεχωρίζουν το Emily Dickinson, κυρίως για το σαξόφωνο του Parker, και το ομώνυμο Manafon, το οποίο είναι πραγματικά ένα από τα ομορφότερα κομμάτια που έχει ερμηνεύσει.
O David Sylvian δεν κυκλοφόρησε ποτέ εύκολη μουσική. Όσο περνούν τα χρόνια τόσο πιο ανήσυχος γίνεται. Tο Manafon είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ παρά το γεγονός ότι γέρνει επικίνδυνα προς την πλευρά των φωνητικών ενώ θα έπρεπε να δοθεί περισσότερος χώρος και χρόνος στους μουσικούς που συμμετέχουν. Όποιος τρελλαίνεται με την ερμηνεία και τους στίχους του, θα μείνει πλήρως ικανοποιημένος, βαθιά μαστουρωμένος από αυτήν την νέα παρτίδα συλβιανόπρεζας. Όποιος κουράζεται από τον φωνητικό μονόλογο, μπορεί με λίγο σκάλισμα να ανακαλύψει το εξαιρετικό μουσικό υπόβαθρο, το αόρατο σχεδόν κομψοτέχνημα που στηρίζει ολόκληρο το άλμπουμ.