Τέσσερις μονολεκτικοί τίτλοι και μόνο αυτοί σ' ένα εξώφυλλο χωρίς καμιά άλλη πληροφορία, για τέσσερις ηχογραφήσεις τόσο διαφορετικές και τόσο όμοιες μεταξύ τους, που σε κάνουν να νομίζεις ότι θα μπορούσαν στη θέση τους να βρίσκονται οποιαδήποτε άλλα τυχαία επιλεγμένα αποσπάσματα από μια διαρκή "σπιτική" εγγραφή. Το κλειδί όμως συνεχίζει να παραμένει στην lo-fi ηχογράφηση, και στο αυθόρμητο της μια κι έξω εκφοράς του μουσικού αποτελέσματος. Πρακτική που ποτέ δεν σταμάτησαν να ακολουθούν οι Dead C σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής τους.
Γι' αυτή ακριβώς την ύπαρξή τους φαίνεται ότι χρειάστηκαν τρία πράγματα : πρώτο, να κλείσει και το δεύτερο και τελευταίο εργοστάσιο κοπής δίσκων στη Νέα Ζηλανδία, δεύτερο, το να είσαι ανερυθρίαστα εγωιστής και να πιστεύεις στο προϊόν που παράγεις, ακόμα κι όταν ο περίγυρός σου συνηγορεί για το αντίθετο, και τρίτο, και μάλλον σημαντικότερο, να αναπτύξεις διεθνές δίκτυο συνεργασιών, γνωριμιών, όπως θέλετε πείτε το. Τότε, το ένα πράγμα θα φέρει τ' άλλο και είκοσι χρόνια μετά θα απολαμβάνεις την θετική ανάδραση μιας, σε εισαγωγικά ή μη, πρωτοποριακής και ασυμβίβαστης μουσικής δημιουργίας.
Από τα παραπάνω, το πρώτο έχει να κάνει με χειρισμούς ιθυνόντων της μουσικής βιομηχανίας που άλλαξαν το επικρατέστερο μέχρι τότε φορμά διανομής της μουσικής από βινύλιο σε CD για να ξαναπουλήσουν τους ίδιους τίτλους από τα συρτάρια, και είναι θέμα που ξεπερνά τα όρια αυτού του κειμένου. Για την περίπτωσή μας όμως σήμαινε ακόμη ότι η Flying Nun υπέγραψε με major εταιρεία παραγωγής και διανομής για να ψάξει την εμπορική επιτυχία. Πράγμα καθόλου δύσκολο, θα μπορούσε να σκεφτεί ο αφελής ακροατής της μουσικής αυτής της εταιρείας, αφού αν αφαιρέσουμε τους ακαταχώρητους The Clean, είχε στο ρόστερ της παραπάνω από δύο ισχυρά χαρτιά για να γράψουν το τέλειο ποπ τραγούδι (Verlaines, The Chills). Μάλλον όμως ακατόρθωτο απ' ότι αποδείχθηκε ... Τέλος πάντων ο Bruce Russell διαφωνεί με αυτή την αλλαγή πορείας της εταιρείας όπου μέχρι τότε εργαζόταν, και παραμένει στο Dunedin για να φτιάξει την Xpressway (και αργότερα την Corpus Hermeticum), και να κυνηγήσει το δικό του όραμα, κατά τι διαφορετικό βέβαια από εκείνο της Flying Nun.
Το δεύτερο από τα παραπάνω τρία αποτελεί στην ουσία χαρακτηριστικό της "καλλιτεχνικής" ιδιοσυγκρασίας και είναι μάλλον άτοπο να το συζητάμε όταν τα ονόματα μιλάνε από μόνα τους (Dead C, This Kind Of Punishment, Alastair Galbraith, The Terminals), και το τρίτο, προαπαιτούσε σκληρή δουλειά στις εποχές προ της έλευσης του διαδικτύου για να υλοποιηθεί. Η διεθνής επικοινωνία με τους κατάλληλους ανθρώπους δεν απείχε τότε μερικά μόνο κλικ βλέπετε ..., αλλά είναι κι αυτό αντικείμενο διαφορετικού κειμένου. Η έλευση του διαδικτύου έδωσε στη μουσική βιομηχανία με τη σειρά της όμως και το απαραίτητο χαστούκι στο CD και έτσι ξαναγυρνάμε πάλι στο πρώτο από τα παραπάνω τρία πράγματα που λέγαμε.
Aς ασχοληθούμε όμως με το χαστούκι που έδωσαν, και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να δίνουν ο Bruce Russell, ο Michael Morley και ο Robbie Yeats (δηλαδή οι Dead C) στο χιλιοταλαιπωρημένο κουφάρι της μουσικής που κάποτε ονομάζαμε ροκ εντ ρολλ. Εδώ ταμπέλες όπως ποστ, νόιζ, κλπ., αρχίζουν και χάνουν το νόημά τους, στις, κυρίως, οργανικές συνθέσεις (;) του τρίο. Αυτές οι συνθέσεις μετά από πάρα πολύ καιρό είναι ντυμένες με φωνητικά στο φετινό Secret Earth. Αυτά τα φωνητικά είναι που κάνουν τη διαφορά; Δεν ξέρω. Και το ερωτηματικό παραπάνω, σε παρένθεση μετά τη λέξη συνθέσεις, αμφισβητεί και την ίδια την έννοια της σύνθεσης αφού η στατικότητα του ακούσματος παραπέμπει ακόμα και σε drone τεχνικές.
Children of the revolution? 'Ισως. Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο ταιριαστό χαρακτηρισμό για τους τρεις Dead C από αυτή τη διασκευή που έκαναν στο τραγούδι των T. Rex, στο Eusa Kills, το τελευταίο τους άλμπουμ για την Flying Nun.