Ολοκληρώνοντας την ακρόαση του νέου (μετά από 16 ολάκερα χρόνια) δίσκου των Dead Can Dance, ένα πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι δυο τους, ο Brendan και η Lisa, η Lisa και ο Brendan, μάλλον καταχρηστικά χρησιμοποιούν τον τίτλο του συγκροτήματος. Κι ας είναι αυτοί που τον έχουν κατοχυρώσει στο βρετανικό και αυστραλέζικο ...συγκροτηματολόγιο. Κι ας είναι αυτοί με τους οποίους τον έχει ταυτίσει το συλλογικό υποσυνείδητο. Ούτε καν οι Beatles δεν ήταν ποτέ μόνο Lennon-McCartney. Ας μείνουμε εδώ προς το παρόν, θα επανέλθουμε όμως...
Ο τίτλος του δίσκου από την άλλη έχει τόσο προφανείς συνδηλώσεις ώστε νομίζω περιττεύει η όποια αναλυτική επεξήγηση. Δυστυχώς πάντως, είτε αντιμετωπιστεί ως διαπίστωση είτε ως ευχή, δύσκολα θα απαντούσα "αληθώς ανέστη"! Εν τέλει, η έννοια της ανάστασης μόνο στα θρησκευτικά παραμύθια δεν υπήρξε;
Με την ευκαιρία πάντως αυτής της επιστροφής, αξίζει να ρίξουμε και μια ματιά προς τα πίσω, έτσι σαν μία απόπειρα ψύχραιμης αποτίμησης των πεπραγμένων τους. Οι DCD αναδύθηκαν μέσα από μια εποχή όπου, μετά την αδιέξοδη (εκ του αποτελέσματος κρίνοντας) συλλογικότητα των προηγούμενων δεκαετιών, η ζήτηση στράφηκε προς μια μουσική έκφρασης της ατομικότητας, της "αβύσσου εντός", προς μια μουσική σκοτεινή ("γοτθική" βαφτίστηκε μάλλον αδόκιμα), μια μουσική η οποία να βιώνεται και ακούγεται κατά μόνας. Οι DCD ψυχανεμίστηκαν το πνεύμα των καιρών και μετά την αυτοπυρπόληση του πανκ και τη διάσπασή του σε ένα σωρό παραφυάδες, είχαν την εξυπνάδα και την ικανότητα να πάρουν το dark wave και να το μπολιάσουν με την ευρωπαϊκή μεσαιωνική και αναγεννησιακή παράδοση (πόσο ασύμβατες ήταν κάποτε αυτές ε;). Μεγάλοι συνθέτες δεν υπήρξαν ποτέ, κατάφεραν όμως να χτίσουν έναν ήχο ο οποίος εντυπωσίαζε, ήταν επιβλητικός και υποβλητικός, πρωτότυπος και με μια ιδιαίτερη εσωτερική δυναμική (αυτόν ακριβώς στον οποίο πάτησαν οι δεκάδες μεταγενέστεροι μιμητές). Στη συνέχεια, ο κεντρικός άξονας άρχισε να μετατοπίζεται προς ανατολάς (κατά το ex oriente lux που λέγανε οι Λατίνοι), ο Brendan ανακάλυψε την ...κελεμπία και η Lisa την επαφή με τη Μάνα Γη, στην ευρύτερη κοινωνία επεκτάθηκε σαν τον λίβα στα σπαρτά το διαβόητο fusion (μια μόδα, η οποία αν θυμάστε, σάρωσε τότε από τη μαγειρική έως το ντύσιμο και τη λογοτεχνία), οι δίσκοι τους άρχισαν να φλερτάρουν με το (κακό) new age, και το "Spiritchaser" ήρθε να αποτελέσει το αποκορύφωμα μιας προϊούσας παρακμής...
Μουσικά το "Anastasis" δεν πηγαίνει βήμα παραπέρα από την ήδη κατακτημένη και εμπεδωμένη αισθητική τους. Έτσι, ενώ θα ήταν αυτονόητο να σημειώσω ότι πιάνει το νήμα από το "Spiritchaser", έχει ενδιαφέρον όμως ότι το αναδιπλώνει προς τα ...πίσω, σαν κατά κάποιο τρόπο να αναζητεί το χαμένο κρίκο ανάμεσα στο προαναφερθέν και το "Into the labyrinth". Χρειαζόταν άραγε μια τέτοια "αποκατάσταση"; Το ερώτημα ανοικτό...
Η γενικότερη εντύπωση που αφήνει ο δίσκος είναι ότι πρόκειται για προϊόν δύο παντελώς ανεξάρτητων δημιουργών. Καμία αλληλεπίδραση, καμία υπέρβαση της δεσμευτικής εξίσωσης 1+1=2. Δύο δημιουργών μάλιστα οι οποίοι όλα αυτά τα χρόνια πέρασαν μάλλον μια περίοδο δημιουργικής στειρότητας (ειδικά ο Perry κυκλοφόρησε δύο μόλις δίσκους πιο αδιάφορους από την ...αδιαφορία). Πόσο μάλλον, για να επανέλθω στην εισαγωγή και στα αιωρούμενα ερωτηματικά της, όταν οι DCD στα καλά τους ποτέ δεν υπήρξαν αποκλειστικά το συγκρότημα των δύο. Κάντε τον κόπο να ανοίξετε το πάντα αγαπημένο "Within the realm of a dying sun", στα liner notes του δίσκου θα απαντήσετε μια πλειάδα εξαιρετικών μουσικών αλλά κι έναν σημαντικό παραγωγό (John A. Rivers). Η μετέπειτα ολοένα και πιο "συγκεντρωτική" τάση θα μπορούσε να είναι και μία εξήγηση της ολοένα και καθοδικότερης πορείας η οποία ακολούθησε.
Σε γενικές γραμμές η "Anastasis" είναι ένας φωτεινός δίσκος. Ο ήλιος εδώ δεν πεθαίνει (ίσα-ίσα ξεραίνει και τα ηλιοτρόπια του εξώφυλλου), οι όποιες σκιές δεν αφήνουν την απειλητική αίσθηση του Περ Λασαίζ και των νεκρικών αγαλμάτων, οι μελωδικές γραμμές είναι διαυγείς και ...εύκολες. Κι αν η φωνή του Perry ακούγεται ακόμη γήινη, στέρεη και καθησυχαστική, κι αν η Lisa εξακολουθεί να μετεωρίζεται με τις γλωσσολαλιές της, αναδεικνύοντας τη φωνή κυριολεκτικά σαν όργανο και όχι σαν μέσο μεταφοράς έλλογων νοημάτων, ο όλος δίσκος κυλάει στημένος πάνω στα στερεότυπα του ήχου τους. Οικείο στο αυτί άκουσμα, αλλά τυποποιημένο, με λίγες σποραδικές στιγμές γνήσιας μουσικής έμπνευσης, σαν ξέφτια μιας παλιάς χαμένης μαγείας (στο "Kiko" και το μακρόσυρτο καταληκτικό του mantra).
Η τιτλοδοσία με αγγλικές μεν λέξεις, ελληνικότατης ρίζας δε, δείχνει επίσης μια πρόθεση, η οποία όμως εξαντλείται εκεί, παρά τα αντιθέτως δηλούμενα. Ο δίσκος δεν έχει τίποτε το ελληνικό (ας μην ανοίξουμε πάντως εδώ την κουβέντα για το τι ακριβώς σημαίνει "ελληνικό" στη μουσική), περισσότερο αντλεί από μια ευρύτερη μεσανατολική δεξαμενή, τόσο ευρεία ώστε να απλώνεται από τη Βόρεια Αφρική έως την Ινδία (και λίγο παραπέρα!). Η Ανατολή κάτω από το "αδιάκριτο" δυτικό μάτι...
Τελικά τι συμβαίνει με τις διαρκώς συχνότερες επανασυνδέσεις; Πρόκειται για κυνικό φαινόμενο μιας εποχής οικονομικής ανομβρίας; Για πισωγύρισμα; Για ομολογία αποτυχίας; Για επιδίωξη επανεπιβεβαίωσης; Για μια συγκινητικά μάταιη απόπειρα αναβίωσης των καλών χρόνων; Και αλήθεια, πόσους δίσκους-γεννήματα τέτοιων επιστροφών θυμάστε οι οποίοι πραγματικά να άφησαν ένα στίγμα στη μουσική ιστορία; Και μήπως το μόνο τελικό ζητούμενο είναι απλά και μόνο η αξιοπρέπεια; Την οποία τουλάχιστον οι Dead Can Dance τη διαφύλαξαν...