Dionysus
Ο Νίκος Παπατριανταφύλλου και η Νάνσυ Σταυρίδου πάτησαν το play με κρυφές (και μη) ελπίδες και προσδοκίες, με συναισθήματα φορτισμένα με αγαπημένες αναμνήσεις. Τι άραγε είχε απομείνει όταν πλέον πάτησαν το stop;
Έξι χρόνια πίσω, κρίνοντας σωστά την τότε κυκλοφορία του ‘Anastasis’, ο Αντώνης Ξαγάς έγραφε: “ο Brendan και η Lisa, η Lisa και ο Brendan, μάλλον καταχρηστικά χρησιμοποιούν τον τίτλο του συγκροτήματος”. Ενός συγκροτήματος, που για πολλούς και πολλές από εμάς στιγμάτισε στιγμές της μετάβασης από την εφηβεία στην ενηλικίωση, και για αρκετούς, ακόμη παραπέρα...
Ζούμε έτσι κι αλλιώς σε εποχές κατάρρευσης αφηγήσεων, ακόμη κι αν καταλήγουμε σε ψυχαναλυτικά ανάκλινδρα για να το παραδεχτούμε. Και η αλήθεια μας είναι, ότι πάντα αναζητάμε soundtrack σε αυτή τη γαμημένη αυτοπροσδιοριστική διεργασία. Γιατί μέσω ήχων κατά βάση αντιλαμβανόμαστε την όλη μετάβαση του γύρω-έξω-μέσα μας.
Και να που σκάει η ανακλαστική ανάμνηση η οποία ξυπνά σαν μια νέα εφηβική ροή. Να που μαθαίνεις ότι οι DCD ξαναχτύπησαν. Και η καρδιά σου σκιρτά, ίσως σε ανάγκη να νιώσει το τότε. Ή μάλλον, να νιώσει το τώρα σου σαν τότε. Και τσιμπάς. Και πατάς play.
Κι αυτό το play που πάτησες, θα το συγχωρούσες θετικά αν λειτουργούσε ως rewind. Θα το κατανοούσες αν έστω ήταν ένα repeat σε shuffle. Μπορεί και να του έκλεινες το μάτι, μηχανικά, από συνήθεια, ανταποκρινόμενος στην παγίδα μιας γερασμένης ερωτικής αναπόλησης. Έτσι, για την απλή ψευδαίσθηση του πράγματος. Για το γαμώτο.
Τριάντα έξι λεπτά μετά, το μόνο που μένει είναι η παγερή αμηχανία. Σαν να βλέπεις το εφηβικό σου φλερτ με την κοιλάρα του ή τα παχάκια της, και δυο κουτσούβελα μπροστά σου. Ή μάλλον, σαν να ακούς έναν απόμαχο της ζωής να σκαρφίζεται μελωδίες στο χρυσοποίκιλτο μεσοαστικό ντουζ του. Ή, τέλος, ακόμη χειρότερα, σαν την αμηχανία του σκασμένου με άγνωστο κόσμο εργασιακού ανελκυστήρα. Όπου κάτι ήχοι παίζουν στο background, με σκοπό, ίσως, να προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερη αμηχανία στους παροικούντες.
Είναι η πρώτη φορά που δεν σκοπεύω να αναλύσω έναν δίσκο στην μουσική του διάσταση. Γιατί απλά δεν χρειάζεται. Δεν το προκαλεί, δεν μου δίνει κανένα κίνητρο. Είναι η πρώτη φορά, που νιώθω έντονα την ανάγκη να αποκαθηλώσω είδωλα του παρελθόντος μου. Πολλοί άλλοι βρέθηκαν σε αυτήν την θέση, φρόντισαν ωστόσο να μην με φέρουν σε αυτήν την διάθεση. Μπορεί να χάθηκαν, να διαλύθηκαν, να άλλαξαν, να έψαξαν άστοχα ή εύστοχα. Δεν πέθαναν, όμως, στα χέρια μου.
Δεν έχω ρε φίλε την απαίτηση να μου κρατάς το χέρι ως δημιουργός, μέχρι να αποδημήσω. Στιγμές κρατάω, στιγμές αγαπάω, στιγμές τιμάω. Τίμα τες κι εσύ, όμως. Έχω την απαίτηση να μπορώ να σε θυμάμαι και να μην θέλω να σε ξεχάσω. Έχω την απαίτηση να ακούσω τα κάποια έργα σου, ακόμη μαγεμένος, χωρίς να σκέφτομαι ότι εσύ ο ίδιος τα νιώθεις σήμερα ως το συνταξιουχικό σου πλούσιο συμβόλαιο. Και η ειρωνεία της υπόθεσης; Μου βάζεις φάτσα-κάρτα τον θεό της ηδονής, τον Διόνυσο. Για μία ηδονή, μάλλον, που μόνο εσύ μπορείς να νιώσεις, στο τζακούζι σου στην Αυστραλία, Αγγλία, ή όπου διάολο βρίσκεσαι. Κράτα το ρε (πρώην) φίλε και σταμάτα να πιστεύεις ότι το έχεις ακόμη. Γιατί το μόνο που έχεις ακόμη, είναι αυτό που τότε έδωσες. Και σου εύχομαι να μην καταλήξεις ποτέ σε video clip τύπου “Dancing in the streets” όπως την πάτησαν κάποτε ο Δαυίδ και ο Μίκης. Κάνε μου την χάρη δηλαδή...
Σωστά κατάλαβες αναγνώστη, ότι αναφέρομαι στον Brendan Perry. Διότι η (εδώ και χρόνια) ανέμπνευστη σφραγίδα του βρίσκεται ολάκερη στα 7 κομμάτια του 36λεπτου. Κι η Lisa απλά μπαίνει ως τσόντα, τόσο που με οδηγεί να πιστέψω, ότι τα σημεία της τα ηχογράφησε αυτοσχεδιαστικά μέσω skype. Καμιά επικοινωνία μεταξύ τους, καμιά επικοινωνία με το αυτί μου.
Και το φτηνό κόλπο με τα δήθεν “ψαγμένα” samples του ‘Spiritchaser’ που επανέρχονται ατάκτως ερριμμένα, ή τους “νέους” ήχους από μεσανατολικά αιγοπρόβεια κοπάδια, δεν αφορά ούτε καν την καλόπιστη μνήμη μου. Αποσκοπεί, ίσως, στον βαρεμένο πια ακροατή που ξέρει μόνο να ακούει στην όπισθεν, ή ακόμη χειρότερα, στον under 20. που άκουσε κάπου από κάποιον συγγενή ότι οι DCD είναι σπουδαία μπάντα.
Δυστυχώς, λοιπόν, επειδή οι ίδιοι επιμένουν, θα πω “ήταν”. Ήταν μια όντως σπουδαία μπάντα. Αλλά φτάνει πια...
Βαθμολογία:
Βάλε έναν αριθμό για την αμήχανη ξενέρα.
Σίγουρα, πολύ κάτω από τη βάση...
Νίκος Παπατριανταφύλλου
«Δεν», ήταν το μόνο που έγραψα όταν ανέβασα στη σελίδα μου στο FB το «The Mountain», το κομμάτι το οποίο μοιράστηκαν στις 19 Σεπτεμβρίου οι Dead Can Dance από το επερχόμενο άλμπουμ τους «Dionysus». Η εμπάθειά μου έγινε εντονότερη όταν στη συνέχεια σχολίασα ξεκινώντας πάλι με: «Δεν με πείθουν καν ότι μπήκαν μαζί στο στούντιο για ηχογράφηση. Με wetransfer θα του έστειλε τα φωνητικά η Lisa». Δύο μέρες μετά, έσπευσε να αποκαταστήσει την αλήθεια ο ντράμερ στα live τους προκαλώντας μου αμηχανία από τη μία αλλά και εκνευρισμό από την άλλη: “Why are you so sure? I can tell you (for a fact) that Lisa went to Brendan’s studio in France to record the album”. Όπως και να ‘χει, δεν είχα κανένα λόγο να τον αμφισβητήσω, άλλωστε δεν ήταν αυτό το point μου, διαβάζοντας κιόλας μια συνέντευξή τους στο Rolling Stone λίγες μέρες μετά την επίσημη κυκλοφορία του δίσκου, αναγράφεται χαρακτηριστικά: “She came to France for about a month to record her vocals, which Perry had already arranged”. Από την ίδια συνέντευξη: “Moreover, she says this was the easiest Dead Can Dance album ever made because she relinquished control. “I said, ‘If you want me to do something, show me and I’ll do it,' ”she explains. In the past, they would argue and disagree about concepts; Gerrard liked supporting Perry this time. “This is really special for Brendan because it really is his work,” she says.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ο Brendan Perry ήταν ανέκαθεν ο εγκέφαλος των DCD. Η Lisa, με τυφλή εμπιστοσύνη και ανεξήγητη θα έλεγα ταπεινότητα, δάνειζε απλά το εργαλείο που της χάρισε απλόχερα η φύση - τη φωνή της - και απογείωνε την όποια σύνθεση έγραφε το πάλαι ποτέ άλλο της μισό. Ακόμα και όταν χώρισαν οι δρόμοι τους, το μοτίβο για τη δημιουργία και την προώθηση ενός άλμπουμ παρέμεινε ίδιο. Πάντα υπάρχει ένα concept το οποίο περιγράφει επιδέξια στις συνεντεύξεις του ο Perry σαν ένας χαρισματικός ακαδημαϊκός με την υποστήριξη της πιστής Lisa. Το concept έχει συνήθως σαν πηγή έμπνευσης είτε έναν αρχαίο μύθο (για παράδειγμα ο Θησέας και ο μύθος του λαβύρινθου στο ‘Into the labyrinth’) ή διάφορα πολιτισμικά μονοπάτια ανά τους αιώνες και ανά την υφήλιο. Επιπλέον, το κάθε concept υποστηρίζεται και από τη χρήση συγκεκριμένων μουσικών οργάνων τα οποία το δίδυμο έχει μάθει να χειρίζεται με μαεστρία.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το δελτίο τύπου το νέο άλμπουμ είναι χωρισμένο σε 2 μέρη τα οποία καλούνται acts και αποτελείται συνολικά από επτά μουσικά θέματα που ξεδιπλώνουν και εκφράζουν τις διαφορετικές όψεις του μύθου του Διονύσου και της λατρείας του.
Πολύ ενδιαφέρον concept θεωρητικά, πώς όμως αυτό μεταφράζεται σε νότες και αποτυπώνεται στο πεντάγραμμο; Πριν ξεκινήσω την ακρόαση έχω την κρυφή ελπίδα ότι μουσικά θα είναι περισσότερο κοντά στον αγαπημένο μου δίσκο ‘Into the labyrinth’, το εξώφυλλο όμως με μπερδεύει. Μια μάσκα από τη φυλή Huichol του Μεξικού, έναν λαό που έχουμε συναντήσει ξανά στο ‘Spiritchaser’ μέσα από το κομμάτι ‘Nierika’.
Ας πατήσω το play για να διαπιστώσω τι τελικά ισχύει. Το πρώτο κομμάτι ξεκινά δυναμικά με ήχους γνώριμους και λειτουργεί σαν μια instrumental εισαγωγή που σε προετοιμάζει για κάτι έντονο που θα ακολουθήσει (μου έφερε στιγμιαία στο νου την εισαγωγή από το ‘Black Sun’). Απεναντίας, το επόμενο μισάωρο δεν συγκράτησα καμία μελωδία και το μόνο που μου έκανε κλικ μουσικά είναι ένα sample από το κομμάτι ‘Dance of the Bacchantes’ σε tribal vibe το οποίο μου θύμισε το ‘Inertia Creeps’ των Massive Attack. Καταρχάς, δεν υπάρχουν τραγούδια με στίχους. Είναι όλα μουσικά θέματα στο γνωστό ethnic ή world music - όπως λέγεται - ύφος, με επιρροές από Αφρική, Μεσόγειο, Νότια Αμερική, χωρίς να μπορώ (τουλάχιστον με την πρώτη ακρόαση) να αντιληφθώ και να διακρίνω μια μουσική γέφυρα, συνέχεια, κλιμάκωση, κάτι τέλος πάντων, μεταξύ τους. Θα είμαι ειλικρινής. Για τις ανάγκες του συγκεκριμένου review, χρειάστηκε να ακούσω πολλές φορές το άλμπουμ για να μπορέσω να ξεχωρίσω ένα αγαπημένο κομμάτι (το ‘The Forest’ παρεμπιπτόντως), να το νιώσω και να αρχίσει να με «πιάνει». Χαρακτηριστική είναι η απουσία της Lisa Gerrard, τα φωνητικά της οποίας δεν πρωταγωνιστούν αλλά συνοδεύουν δύο μόλις κομμάτια. Το ίδιο ισχύει και για την βαθιά και καθάρια φωνή του Brendan Perry. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι ένα κακό άλμπουμ, θα το έβλεπα όμως περισσότερο σαν ένα προσωπικό project του Perry ή το soundtrack ενός ντοκιμαντέρ για τα παραδοσιακά μουσικά όργανα του κόσμου, παρά σαν έναν ολοκληρωμένο δίσκο των DCD. Είναι λίγο - όχι όμως τελικά σε διάρκεια - αλλά σε συναίσθημα – λείπουν οι επιβλητικές φωνές των δύο δημιουργών που βγαίνουν μέσα από την ψυχή τους και σε κάνουν να νιώθεις συγκίνηση, πόνο, αγάπη. Θυμηθείτε το αριστουργηματικό ‘Within the realm of a dying sun’, είναι μόλις 38 λεπτά κι όμως το κάθε ένα από αυτά καταφέρνει να σε πλημμυρίσει με εικόνες και συναισθήματα. Πληροφοριακά, μικρή διάρκεια συναντάμε και σε άλλα άλμπουμ των DCD όπως το ‘Aion’ (36:11), ‘The Serpent’s Egg’ (36:15) και ‘Spleen and Ideal’ (38:11).
Όντας, λοιπόν, πιστή fan της μπάντας από το 1995 και δηλωμένη «Brendanικιά» (όσο και αν λατρεύω την απόκοσμη φωνή της Lisa), έχω παρακολουθήσει στενά την πορεία τους και στα μουσικά και στα προσωπικά, διαβάζοντας συνεντεύξεις, άρθρα και άπειρες συζητήσεις σε διάφορα φόρα που υπήρχαν παλιότερα. Δεν προσπάθησα ποτέ να πείσω κάποιον για το πόσο καλοί συνθέτες είναι (άλλωστε δεν έχω τις απαραίτητες μουσικές γνώσεις), έχω όμως μια ιδιαίτερα προσωπική σχέση με τη μουσική τους την οποία δεν αισθάνομαι ότι οφείλω να εξηγώ. Ας πούμε ότι αυτή με εκφράζει και κυρίως με απελευθερώνει. Επιπλέον, αποτελούν ένα σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή μου γιατί άνοιξαν όχι μόνο τους μουσικούς μου ορίζοντες αλλά τον δρόμο για τις τέχνες γενικότερα. Για όλους τους παραπάνω λόγους, βλέπω τον «Διόνυσο» με ενδιαφέρον και συμπάθεια, έστω και αν δεν με αγγίζει όπως τα προηγούμενα άλμπουμ. Όχι όμως και με επιείκεια.
Τα καλά νέα από την άλλη διαβάζοντας την προαναφερθείσα συνέντευξή τους στο Rolling Stone, είναι η επερχόμενη τουρ της μπάντας και η δήλωση της Gerrard ότι θα συμπεριλάβουν στο setlist κομμάτια που δεν έχουν παίξει ξανά όπως το ονειρικό ‘Bylar’. Και σας διαβεβαιώ ότι η Lisa Gerrald είναι μια Βασίλισσα στη σκηνή και κανείς δε μπορεί να μείνει ασυγκίνητος μπροστά στο μεγαλείο της φωνής της. Την είδα πρόσφατα live να ερμηνεύει κομμάτια του Zbigniew Preisner και ένιωσα το ίδιο ρίγος με την εμφάνισή της στο Παλλάς 11 χρόνια πριν.
Μπορεί, συνεπώς, το brand Dead Can Dance να έχει αλλάξει δομή, υπόσταση και τρόπο λειτουργίας, εξακολουθεί όμως να έχει λόγο ύπαρξης. Γιατί πολύ απλά, ο Brendan Perry και η Lisa Gerrard είναι γεννημένοι να υπηρετούν τη μουσική. Αυτό ξέρουν να κάνουν.
Dead will always Dance.
6/10
Νάνσυ Σταυρίδου