Promulgation of the Fall
Από εξαιρετικότητα σε εξαιρετικότητα οι συμπατριώτες. Του Άρη Καραμπεάζη
Μόλις στο δεύτερο άλμπουμ τους, αλλά με απόσταση έξι ετών, από το ούτως ή άλλως εξαιρετικό Graves Of The Archangels (που θα μπορούσε να θεωρηθεί και εξαφάνιση με τα δεδομένα του σήμερα), οι συμπατριώτες Dead Congregation, περνάνε αρκετά πιο πάνω από τον ανταγωνισμό, και δείχνουν ικανοί να χτυπήσουν μέχρι και πρώτη θέση στην υπόθεση death metal στην δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα. ΟΚ, το ξέρω ότι ακούγονται αρκετά μεγαλεπήβολα όλα αυτά, αλλά από τη στιγμή που τα αγγλικά και αμερικάνικα site και περιοδικά, - που μεταξύ άλλων αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως κάτι εξωτικά μυθικό -, Τιτάνες τους ανεβάζουν - Ολύμπιους Θεούς τους κατεβάζουν, κάτι δεν πρέπει να πούμε κι εμείς που αντιμετωπίζουμε την Ελλάδα στην καθημερινότητα της;
Παρέχουν παραγωγή-λύση στο αιώνιο πρόβλημα του είδους, που ικανοποιεί τόσο τις underground, όσο και τις ογκώδεις και επιβλητικές ορέξεις, χωρίς πάντως να πλαστικοποιεί το περιεχόμενο, με τρόπο που στο τέλος κουτουλάει μεν πάνω στον ακροατή, αλλά ομοιόμορφα και συνεπώς ακίνδυνα. Οι κιθάρες βρίσκονται σε μόνιμη φάση ανταγωνισμού με τα τύμπανα και όπως θα έπρεπε να συμβαίνει σε κάθε death metal δίσκο (για να μου αρέσει), τα τελευταία κερδίζουν στο νήμα τις εντυπώσεις σε ήχο και όγκο. Τόσο που σε κάποιες φάσεις αφαιρείσαι και "ακούς μόνο τύμπανα". Δεν αφαιρείσαι δηλαδή, συνειδητά το επιδιώκεις.
Εδώ κι εκεί υπάρχει και αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε blackened death επίστρωση, που θυμίζει απλώς ότι το file under δεν είναι απαραίτητα μια κακιά συνήθεια του μουσικού τύπου. Η underground-ίλα διατηρείται ακριβώς χάρη σε αυτό το αλισβερίσι με το black metal, που αν λάβει κανείς υπόψη του και τα φωνητικά δεν είναι διόλου αμελητέο. Βαριά και ασήκωτα στις περισσότερες στιγμές, βάρβαρα έως "ανυπόφορα" επιθετικά σε αρκετές φάσεις.
Γενικώς, οι Dead Congregation το ξέρουν πολύ καλά το... metal τους από όπου και αν προέρχεται αυτό, όπου και αν πηγαίνει και -κυρίως- όπου και αν τελικά καταλήγει. Γιατί καμία σύνθεση, κανένα επιμέρους riff και καμιά κρυμμένη μελωδία, δεν τους ξεφεύγει, ώστε τυχόν να ακουστούν όλα τα παραπάνω ως ένας δήθεν ακατάστατος μεταλλικός αχταρμάς, με ολίγη και από doom, που είναι και της μόδας. Διότι υπάρχει πολύ και από doom, που και εδώ εξυπηρετεί την τελική μαυρίλα που αποπνέει ο δίσκος σαν σύνολο. Γενικώς υπάρχουν τα πάντα και στις δόσεις που τα θέλουμε, αλλά να ξεκαθαριστεί ότι πρόκειται για έναν ατόφια Death Metal δίσκο. Όπως λέγαμε και παλιότερα, το καλύτερο και πιο ανοιχτόμυαλο ίσως είδος metal που εμφανίστηκε ποτέ, που όμως το φάγανε τα κυκλώματα (της Florida). Ή λίγο έλειψε να το φάνε τέλος πάντων.
Ειδική μνεία στο Immaculate Poison, ακριβώς εξαιτίας της παραπάνω εμμονής (μου) με τα death metal τύμπανα, που εδώ έχουν ηχογραφηθεί σαν να ανήκουν σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο από αυτόν του υπόλοιπου συγκροτήματος, ενώ παράλληλα καταφέρνουν και απογειώνουν τα ούτως ή άλλως σημαντικά κατορθώματα ήχων και φωνητικών. Και όλο αυτό το πράγμα ξεφεύγει εντελώς εκεί κάπου μετά τα τρία πρώτα λεπτά του τραγουδιού και μέχρι το τέλος, όπου κιθάρες και τύμπανα (ναι πάλι αυτά) μοιάζουν να εξαντλούν τις αντοχές όλων, λίγο πριν πέσουν υποχρεωτικά οι ταχύτητες. Τα ίδια πάνω-κάτω και στο ευφυές τετράλεπτο τουFrom A Wretched Bomb, που κλείνει το άλμπουμ, μία αληθινά βάρβαρη στιγμή, σε σχεδόν pop διαστάσεις από την άποψη της εθιστικής απλότητας που με την πρώτη ακρόαση παρέχει.
Οι Dead Congregation έχουν, διατηρούν και εξαντλούν, χωρίς να κουράζουν, αυτό που λέμε "τεχνοτροπία", που συνήθως με ενοχλεί στο ροκ και την βαριέμαι, αλλά που σε περιπτώσεις σαν και αυτή είναι μάλλον απαραίτητη για να μη βαράμε όλοι το ίδιο ντάμπα-ντούμπα-ντάμπα στο ίδιο σκοτεινό και ανήλιο υπόγειο.... μέχρι να περάσουν είκοσι χρόνια και να γίνει το demo μας (που στο μεταξύ δεν άκουσε ποτέ κανείς) "θρυλική χαμένη κυκλοφορία".