Whispers of the night
Ψυχεδελικοί ψίθυροι απ' τη Λίμα του Περού. Τους άκουσε ο Αντώνης Κλειδουχάκης
Πριν από ένα χρόνο και κάτι κυκλοφόρησε ο πρώτος δίσκος των The Dead-End Alley Band στην Λίμα του Περού, δίσκος καθαρής ψυχεδελικής μουσικής παλαιάς κοπής. Η μπάντα ζήτημα είναι αν είχε σχηματιστεί ένα χρόνο πριν ηχογραφήσει (ανατρίχιασα!). Στην ουσία οι δύο 25χρονοι Javier Kou (κιθάρα, μπάσο) και Sebastian Sanchez-Botta (φωνή, πλήκτρα, προγραμματισμός) θέλησαν να μοιραστούν την αγάπη τους για το ψυχεδελικό rock των 60s early 70s και νομίζω ότι δεν είχαν ιδέα σε τι κόσμο θα έμπαιναν. Θέλω να πω ότι δεν είναι οι τύποι που είχαν ακούσει τους εκατοντάδες δίσκους (από ερώτηση που έκανα στην μπάντα) ή ήξεραν καν ότι υπάρχει ακόμα ζωντανή μια παγκόσμια σκηνή ακατάπαυστα εστιασμένη στο είδος. Απλά άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν σε ένα θαυμαστό νέο κόσμο.
Μέσα σε λίγους μήνες στο Bandcamp τους δημιουργήθηκαν οι πρώτοι ψίθυροι στους κύκλους των χαμένων στην ψυχεδέλεια, σε σημείο που να κυκλοφορήσει σε Lp τον δίσκο η Γερμανική Nasoni Records και πλέον οι ψίθυροι έγιναν θόρυβος, στους ίδιους πάντα κύκλους. Δεν είναι και το πιο συνηθισμένο να ακούς μπάντες από το Περού, πόσο μάλλον στο είδος. Οι παλαιοί Περουβιανοί Traffic Sound (1968-1971) θα μπορούσε να είναι μια επιρροή τους και οι ίδιοι αναφέρουν τους Phantom's Divine Comedy, τους Doors και τους Iron Butterfly. Σίγουρα έχουν πολλά να ακούσουν ακόμα (όχι γιατί πρέπει αλλά γιατί τους αρέσει) αν και το πλεονέκτημα τους είναι το ταλέντο που έχουν να ανακαλύπτουν εκ νέου τους δρόμους μέσα από τη διαδικασία της αυτοδιδαχής.
Από την έναρξη του δίσκου στο πρώτο-δεύτερο κομμάτι διαφαίνεται ότι δεν πρόκειται να ακούσουμε κάτι βατό με ξεκάθαρες επιρροές, ασχέτως αν η απλή αλά Gilmour κιθάρα υπάρχει και στα 2 κομμάτια. Οι δυο τους σε καλό συντονισμό αφήνονται στην σύνθεση και ξετυλίγουν τα θέματα τους σαν τον καπνό που αργά ανεβαίνει στο νυχτερινό ουρανό. Στο δε δεύτερο ομώνυμο που περικλείει το θεματικό concept της μπάντας, απευθύνονται στα άστρα και στο φεγγάρι και τους ζητούν να γιατρέψουν κάποια πληγωμένα συναισθήματα. Καμιά πρωτοτυπία θα μου πεις, αλλά το πάνε ωραία γιατί είναι έντιμοι.
Στο Lizards and Snakes που ακολουθεί βυθίζονται ακόμα πιο ψηλά στον ουρανό, με το σιτάρ να παίρνει τη θέση της κιθάρας και τα πλήκτρα να ακολουθούν σε ένα απελπισμένο, αργό ρυθμό. Τα αργόσυρτα πλήκτρα του επόμενου Centuries οδηγούν το πιο ψυχεδελικό μουσικά και στιχουργικά κομμάτι του δίσκου και η πρώτη πλευρά τελειώνει με ένα δικό τους ρυθμικό μπλουζ το Bring Me Back Home.
Δεύτερη πλευρά και σταθερά μέσα στο trip ο γλυκός εφιάλτης συνεχίζεται (Nightmare Time), ενώ στο Soul Sucker Blues, φαντάζομαι ορμώμενοι από τους Doors, καταφέρνουν να φέρνουν πιο πολύ στο μυαλό τον Captain ή ακόμα και τον Arthur. Είναι λοιπόν αστείο το πόσες μπάντες αρχίζουν από τους Doors ενώ κρύβουν μέσα τους μεγάλη δυνατότητα για ιδιαίτερες συνθέσεις, αλλά είπαμε μιλάμε για δύο 25άριδες. Η ίδια περιρρέουσα παράνοια βγαίνει και από το Trapped Inside a Lava Lamp και συνειδητοποιώ ότι τα κρουστά είναι προγραμματισμένα και κατά κάποιο τρόπο επιτείνουν την αγωνία. Ωραίο κόψιμο για μερικά δευτερόλεπτα στη μέση του επτάλεπτου και οι λαρυγγισμοί του Sebastian συνεχίζουν την απόγνωση.
Στο It's Too Late έχει πλέον κορυφωθεί η εξομολόγηση της ιστορίας και οι ήρωες με ψυχραιμία και ειρήνη στην ψυχή συμφιλιώνονται με την κατάληξη, που έρχεται αργά και επιβλητικά. Ο δίσκος τελειώνει με το μάντρα The Trip Is Over (Time To Get Home), my girl is dying time to get home, I?m still high, I can?t go home, Time to get home, το οποίο βοηθάει στο να κατέβουμε ξανά ασφαλής στη γη.
Επαναλαμβάνω ότι οι The Dead-End Alley Band δεν έχουν ακόμα καταλάβει ακριβώς τι έφτιαξαν και πόσο ενδιαφέρον είναι μέσα στην απλότητα του το ντεμπούτο τους. Απολαμβάνουν ακόμα την ευχαρίστηση της έκπληξης του νέου κόσμου που ανοίχτηκε μπροστά τους (ή που άνοιξαν). Φαντάζομαι να αντιλαμβάνονται με τι έχουν να παίξουν.