Αγαπητέ μου ιδανικέ αναγνώστη,
σου παραθέτω τα παρακάτω γεγονότα, που θεωρώ ότι υπηρετούν την αντικειμενικότητα: Στις αρχές της καριέρας τους έπαιζαν μπροστά σε 20 άτομα. Το Rolling Stone πριν από λίγο καιρό τους είχε στα 10 καυτά ονόματα της επόμενης μέρας. Οι μισές κριτικές εκθειάζουν το LP τους "No cities left" χαρακτηρίζοντάς το σαν κλασικό άλμπουμ της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Οι άλλες μισές το αποκαθηλώνουν, περιγράφοντάς το σαν έναν απλό κλώνο της brit-pop. Πού βρίσκεται λοιπόν η αλήθεια; Τι ψηφίζει το κοινό; Ποιοι είναι τέλος πάντων αυτοί οι αγαπημένοι Dears;
Η ιστορία ξεκινά στο Μόντρεαλ το 1995, όταν ο Murray Lightburn μαζί με τους φίλους του, για ατέλειωτες ώρες προσπαθούσαν να αναλύσουν τα τραγούδια των Smiths και προέκυψε η σύλληψη της ιδέας των Dears. Ο τοκετός διήρκεσε πολύ και οι Dears σαν συγκρότημα γεννήθηκαν τον Απρίλη του 2000. Άρχισαν με συναυλίες, τις οποίες παρακολουθούσαν καμιά εικοσαριά άτομα που άκουγαν τον Lightburn να ουρλιάζει πεσμένος στα γόνατα του "There's no such thing as love". Την επόμενη χρονιά όμως η φήμη τους άρχισε να σκεπάζει ολόκληρο τον Καναδά.
Το ντεμπούτο τους "End of a Hollywood bedtime story" έκλεψε τις καρδιές και ταρακούνησε τα μυαλά όσων το πήραν πρέφα. Aκολούθησαν δύο ep's, τo "Orchestral pop noir romantique" και το 'Protest" , χωρίς όμως να γίνει η μεγάλη έκρηξη στο επίπεδο αναγνώρισης και επιτυχίας. Συνέπεια της περιορισμένης αποδοχής ήταν η συνεχής μεταβολή στο δυναμικό του group. Με ανανεωμένο line-up και τον Lightburn ηγέτη αδιαμφισβήτητο, οι Dears κυκλοφόρησαν το 2003 το LP "No cities left", για το οποίο χύθηκαν αρκετές ποσότητες λέξεων και δακρύων.
Η γενική αίσθηση είναι ότι πρόκειται για ένα άλμπουμ κατά το ήμισυ βυθισμένο στα σκοτάδια της απόγνωσης και της αδιαπραγμάτευτης πορείας προς την κατάσταση "άντε να την κόψουμε τη φλέβα να τελειώνουμε", χωρίς αυτό να είναι μομφή. Πάμπολλα μουσικά αριστουργήματα έχουν το συγκεκριμένο προσανατολισμό. Ακόμη έντονη είναι η ομοιότητα της φωνής του Lightburnμε με του Damon Albarn. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα αναρωτιέσαι μήπως τραγουδά σαν guest ο Albarn. Υφολογικά το "No cities left" μπορεί να ταυτοποιηθεί σαν pop-rock ιδίωμα της brit-pop συνομοταξίας, της ομοταξίας των Smiths.
Ενορχηστρωτικά, μιλάμε για το κέρας της Αμάλθειας σε πλούτο οργάνων και ήχων που κυκλοφορούν υπογείως, διαγωνίως, πάνω και κάτω σε κάθε τραγούδι.
Σε μία πιο διεισδυτική προσέγγιση θα μπορούσα να μοιραστώ τα παρακάτω, μαζί σου, αγαπητέ μου αναγνώστη:
Τα τρία πρώτα άσματα ('We can have it', 'Who are you, defenders of the Universe', 'Lost in the plot') είναι πέραν κάθε απόπειρας λεκτικής περιγραφής, λόγω μεγαλείου έμπνευσης. Ίσως να είναι από τις καλύτερες συνθέσεις που άγγιξαν το ακουστικό σου τύμπανο τα τελευταία χρόνια. Όμως η συνέχεια είναι σαφώς κατώτερη.
Το 'The second part', που ακολουθεί διαθέτει μια επιτηδευμένη μελαγχολία στην ενορχήστρωση με παραπομπή στη γαλλική μουσική σχολή με πινελιές από φυσαρμόνικα και δείχνει φτωχό και αποπροσανατολισμένο σε σχέση με το υπερθέαμα των τριών προηγουμένων συνθέσεων. Η θεατρικότητα του Jarvis Cocker είναι εμφανής και η απορία που αναδύεται είναι κατά πόσο πρόκειται απλά για σύμπτωση ή άδολη επιρροή, ή βρισκόμαστε παρατηρητές έντονου ξεπατικώματος. Το σόλο του πιάνου ενισχύει τη σύνθεση, αλλά δεν είναι αρκετό για να την απογειώσει. Το 'Don't lose the faith', έχει κοφτά ακόρντα από την κιθάρα που θυμίζουν έντονα τις κιθάρες του Marr στα τραγούδια των Smiths. Το 'Expect the worst 'cos she's a tourist', είναι πολυθεματικη σύνθεση με οπερικά τμήματα και ο βομβαρδισμός από τα τομ των τυμπάνων στο ξέσπασμα δημιουργεί και επιβάλλει εξωπραγματικό άγχος, ενώ μετά ακολουθεί μια υπαινικτική ηρεμία με γυναικεία φωνητικά και προς το τέλος σκάνε τα πνευστά με το σαξόφωνο να παραπέμπει στο 'Dark side of the moon'. Ίσως το πιο παρακμιακό τραγούδι του cdιου. Το 'Pinned together, falling apart', έχει χαοτική εισαγωγή που εξαφανίζεται μόλις το μπάσο ελευθερώνει τις πρώτες νότες του, που ανοίγουν την πόρτα σε μία ήρεμη φαινομενικά μπαλάντα, που καταλήγει σε κραυγές απόγνωσης του Lightburn συνοδευόμενες από γυναικεία φωνητικά και το σόλο της κιθάρας. Το 'Never destroy us' διαθέτει διπλά φωνητικά, που αφήνουν κενό για να εμφανιστούν τα πλήκτρα, τα πνευστά και η κιθάρα και καταλήγει σε συμπυκνωμένη επιθετικότητα. Το 'Warm and sunny days', διαθέτει εμπνευσμένη φωνητική μελωδία, κινείται στο χώρο της μπαλάντας και επαναφέρει το cd σε πιο βατά ακουστικά επίπεδα. Στο '22: The death of all the romance', υπάρχει ένας διάλογος του Lightburn με την Natalia Yanchak ο οποίος διάλογος είναι ελεγεία στην ερωτική δυσπιστία. Ένα mid-tempo τραγούδι που είχε τα φόντα να λάμψει, αλλά σκοτεινιάζει από αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια. Στο 'Postcard from Purgatory' η φωνή του Lightburn κατεβαίνει σκαλί-σκαλί προς τα έγκατα του πλανήτη με τη βοήθεια της κιθαριστικής παρεκτροπής, ενώ το φλάουτο σε αντίστιξη με τις κιθάρες, φλερτάρει με τη γαλήνη του παραδείσου. Το τελευταίο track και ομότιτλο του άλμπουμ δεν προσθέτει κάτι σημαντικό στη γενική εικόνα, ούτε ανατρέπει τη γενική ατμόσφαιρα.
Αυτά είχα να σου εκμυστηρευτώ αγαπητέ μου αναγνώστη-ια, εσύ αποφασίζεις που βρίσκεται η αλήθεια. Να διευκρινιστεί τέλος, ότι το "No cities left" στον Καναδά κυκλοφόρησε το 2003, ενώ στον υπόλοιπο κόσμο έσκασε το 2004.