Δεν ξέρω αν το "Plans", είναι το καλύτερο album τους μέχρι τώρα, δεν ξέρω αν έχει νόημα άλλωστε να αναρωτιόμαστε για κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω αν από την άλλη υπάρχει λόγος να ασχοληθούμε με το αν ξεπουλήθηκαν επειδή παράτησαν την μικρή Barsuk Records (με μεγαλύτερα ονόματα τους Nada Surf και τους They Might Be Giants), για να πάνε σε μία πολυεθνική όπως η Atlantic (αν και η Barsuk έχει κρατήσει/της έχουν παραχωρήσει(;) τα δικαιώματα για τη βινυλιακή έκδοση του album). Αν πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας τα κουτσομπολιά των indie κύκλων (μη νομίζετε ότι ζούμε σε ένα ιδανικό μουσικό χώρο/κόσμο) ότι έχουν αφοσιωθεί περισσότερο στα side-project τους Long Winters και Postal Service και έχουν αφήσει σε δεύτερη μοίρα τους DCFC.
Δύο πράγματα με πείραξαν στο "Plans", χωρίς όμως να μου αλλοιώσουν την εικόνα του. Το ένα είναι ότι σε αρκετά σημεία μου ακούγεται κάπου ανάμεσα σε Grandaddy ('Marching Bands Of Manhattan', 'Your Heart Is An Empty Room') αλλά και Flaming Lips των τελευταίων χρόνων ('Soul Meets Body'). Τα έγχορδα μαζί με την ακουστική κιθάρα των πρώτων τους album έχουν κατά ένα παράξενο/παράλογο λόγο εξαφανιστεί και έχει χαθεί ακόμα και αυτό το αμυδρό μεταρόκ ηχόχρωμα τους (ειδικά όποτε ακούω το 'Bend to Squares' από το "Something Αbout Airplanes", αυτό μου βγάζει). Το δεύτερο είναι, ότι το "Plans" είναι το πιο εξωστρεφές και πιο ευκολάκουστο album τους, με ελάχιστες στιγμές εσωστρέφειας. Είναι περισσότερο 'εύθυμο' από μελαγχολικό album. Χωρίς αυτό να σημαίνει φυσικά, ότι πρέπει να ακούμε μόνο νηπενθή και 'δύσκολα' album. Το είχαν προσπαθήσει άλλωστε και παλαιότερα, αλλά δεν τους 'βγήκε' με το "Photo Album". Απλώς θέλω να τονίσω την αλλαγή πλεύσης του group.
Μέσα σε επτά χρόνια οι DCFC έχουν παρουσιάσει πέντε κυκλοφορίες, που τους έχουν κατατάξει στα μεγαλύτερα ονόματα της σύγχρονης ανεξάρτητης αμερικάνικης ροκ σκηνής. Αυτό είναι album που δεν τους χαλάει την εικόνα τους, το αντίθετο μάλιστα. Κερδίζει μάλιστα ένα μεγαλύτερο κοινό γιατί είναι ένα όμορφο, γλυκό και ευκολόπιοτο album και αντάξιο της φήμης τους.