...for the whole world to see
Σε αυτό το ζοφερό κλίμα για την έμπνευση, δημιουργία, διανομή και απόλαυση νέας μουσικής, όπως το περιέγραψε σχεδόν λεγκαλιστικά εδώ ο Γιάννης Πολύζος, επανεκδόσεις σαν και τη συγκεκριμένη είναι μια πρώτης τάξεως λύση, για τον ακροατή που όντως μου μοιάζει μπερδεμένος ανάμεσα στο ευδιάθετο της υπερπροσφοράς και στην απορία του αν τελικά ζήτησε τόσα πολλά, όσα βρέθηκε να "λαμβάνει" με τον ένα ή τον άλλον τρόπο.
Δεν υπάρχει hype για να προβληματιστείς περί της πίστης σου σε αυτό, δεν υπάρχει προσδοκία, δεν διαφαίνεται επανασύνδεση για να υποψιαστείς περί του κίνητρου, δεν υπάρχουν outtakes και λοιπά χαμένα ηχογραφήματα για να βαρεθείς, υπάρχει σε περιορισμένες ποσότητες ροκ μουσική αρκούντως εμπνευσμένη για να σε πείσει να ασχοληθείς, πέραν των σαχλών επιθετικών προσδιορισμών του τύπου proto-punk, που επιστρατεύονται για να σε δελεάσουν. Υπάρχει κι ένας θρύλος που τα ίχνη του είχαν χαθεί...
Τρία μαύρα αγόρια που λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας του '70 "ακούν" σωστά τη μουσική του παρόντος/ μέλλοντος και σε ικανό βαθμό απομακρύνουν από τις τακτικές τους αυτή του παρόντος/ παρελθόντος. Όχι απόλυτα όμως, είπαμε σε ικανό.
Το καλύτερο τους τραγούδι για παράδειγμα, και το πιο γνωστό άλλωστε, μοιράζεται ανάμεσα σε μία όντως πρώιμη punk αισθητική (αλά Saints για να βοηθηθείτε) και σε ένα ρεφρέν ροκ απογείωσης, που θα τη ζήλευαν από τους Uriah Heep μέχρι τους Atomic Rooster. Σε κάθε επόμενο ενάμιση λεπτό το κομμάτι αλλάζει χαρακτήρα, αλλά όχι προσανατολισμό και διάθεση, αποδεικνύοντας μας με τον καλύτερο τρόπο, αλλά και με τριάντα τόσα χρόνια καθυστέρηση, ότι η αλλαγή από το αμαρτωλό hard rock των 70s στο ξεπλυμένο (και από αμαρτίες) punk των late 70s δεν ήλθε δα και με τον τόσο αναπάντεχο τρόπο, όσο μας τον πλασάραν κάποτε. Δηλαδή ότι ο Alice Cooper είναι περισσότερο σημαντικός από όσο πάντοτε πιστεύαμε.
Και όλα αυτά σας τα λέει κάποιος, ο οποίος ποτέ του δεν άντεξε να ακούσει περισσότερο από ένα ολόκληρο τραγούδι των MC 5. Για δεύτερο δεν το συζητάω. Εγώ, δηλαδή. Μία μικρή εξαίρεση δηλαδή από τον χρυσό κανόνα που μας λέει ότι η μουσική δεν είναι μία. Οι Death βρισκόμενοι στο χρονικό όριο της όποιας αλλαγής, εξυπηρετούν μια αστείρευτη ροκ ενέργεια με κανόνες και τακτικές περισσοτέρων υποκατηγοριών του είδους, μερικές από τις οποίες δεν είχαν καν "ανακαλυφθεί" στο χρονικό σημείο που το πράττουν. Εδώ κολλάει το proto- punk δηλαδή. Παρότι εσχάτως τα πάντα μας παρουσιάζονται ως proto-punk, από τους Monks... μέχρι δεν ξέρω κι εγώ τι.
Αν σώνει και καλά θα έπρεπε να αποδώσω έναν χαρακτηρισμό στο είδος του ροκ που προσπαθούν να ορίσουν οι Death, αυτός θα ηταν "heavy". Απόλυτα heavy, με ίχνη μόνο metal, χωρίς έπαρση και ανόητη τεχνικούρα, όχι ματσό, αλλά ενσυνείδητο και πολιτικό, όχι απαραίτητα φιλοσοφικό, αλλά απλουστευτικά εξεγερτικό. Κοινώς είτε τους έλειπε ένας Iggy Pop για να πάρουν την πάνω βόλτα, είτε τον είχανε, αλλά έλαχε να μην είναι λευκός και σάτυρος, οπότε ένα και το αυτό.
Το άλμπουμ εντάσσεται σε μία ευρύτερη σειρά επανεκδόσεων της Drag City, από την οποία αναμένουμε εντός θέρους τρία κ-α-τ-α-π-λ-η-κ-τ-ι-κ-ά άλμπουμ του Bert Jansch, ο οποίος είναι εσχάτως και πάλι στην πολύ επικαιρότητα. Είναι ουσιαστικά συλλογή του συνόλου των singles του μαύρου τρίο από το Detroit, του οποίου ακόμη μία διαφορά από τους Stooges είναι ότι εδώ ο αδελφικός δεσμός συνέδεε άπαντες. Λέμε συνέδεε, γιατί ο David Hackney πέθανε το 1982. Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι τα παιδιά ενός εκ των τριών, του Bobby Hackney έχουν συστήσει tribute μπάντα στο συγκρότημα του πατέρα τους, με το όνομα Rough Francis, με την οποία ηχογραφούν μεταξύ άλλων και νέο υλικό, στο ύφος πάντοτε των Death.