Halcyon digest
Κλέβουν έξυπνα απ'το παρελθόν αποφεύγοντας τη ρετσινιά του αναβιωτή. Του Παναγιώτη Σταθόπουλου
Στην Αμερική των "Twenty-Tens" το κοινό αναζητά μανιωδώς νέους indie ήρωες και, ευτυχώς, δεν πρόκειται να τους συναντήσει στο πρόσωπο των Deerhunter. Κάτι η αντιστάρ στάση και το παρουσιαστικό του ιθύνοντα νου του συγκροτήματος Bradford Cox, κάτι ο μη στυλιζαρισμένος ήχος τους που δεν υπόκεινται σε μόδες, και επιβεβαιώνεται του λόγου το αληθές. Για πληρέστερη εικόνα, θα προσέθετε κανείς τις αντιεμπορικές συνεργασίες του Cox, αλλά και τα side projects στα οποία επιδίδεται.
Ως εν ενεργεία γκρουπ απ' το 2001, οι Deerhunter παλινδρομούσαν ανάμεσα σε ασαφείς φόρμες και περισσότερο πειθαρχημένες γραμμές, άνευ καθολικού προσανατολισμού. Κοινός παρονομαστής των δουλειών τους, ήταν ο πειραματισμός και η διαρκής εναλλαγή μοτίβων. Ω του θαύματος, με το άλμπουμ Microcastle (2008) οριοθέτησαν το πεδίο δράσης τους. H προέλαση της dream pop τους δεν συνοδεύονταν πια από ογκώδη στρώματα θορύβου και το συνολικό αποτέλεσμα διέπονταν από μια μνημειώδη ομοιογένεια. Από εκεί που στις χαοτικές noise punk εκφάνσεις τους έδιναν ambient στίγμα προγενέστερα, αποφάσισαν με μιας να αμβλύνουν τις ηχητικές γωνίες και να καταθέσουν σφριγηλά τραγούδια. Θυμηθείτε την εξαίσια τριάδα συνθέσεων "Agoraphobia"-"Never Stops"-"Nothing Ever Happened".
Με το κλείσιμο μιας δεκαετίας ζωής, το κουιντέτο εξ Ατλάντας ευτύχησε να εκδώσει παγκοσμίως και τη νέα του σοδειά μέσω της 4AD, που μετά από μια χαμηλή σε ποιοτικό επίπεδο δραστηριότητα, επιχειρεί ολική ανασύνταξη τοποθετώντας στα βαγόνια της εκτός απ' τους υποφαινόμενους και τους The National, Efterklang, Twin Shadow. Σημαντικότερο, εντούτοις, ευτύχημα αποτελεί το γεγονός ότι κυκλοφορούν τον πιο πολυσύνθετο δίσκο τους αλλά και συνάμα τον περισσότερο εύληπτο.
Καθώς προχωράς εντός του Halcyon Digest, σου επικοινωνούν τη δίψα τους για αποτύπωση των αναμνήσεων των ένδοξων 60s και 70s, τα οποία δείχνουν να γνωρίζουν εκ των έσω, μολονότι δεν βίωσαν on time. Δεν τα αντιμετωπίζουν σαν αντικείμενο εξονυχιστικής μελέτης, παρά μόνο σαν μια νοσταλγική ματιά στον μοντέρνο ήχο τους. Διαμέσου των 60s ποπ αναθυμιάσεων (λχ "Don't Cry") οι Deerhunter προδίδουν παράλληλα την αγάπη τους για τους Stereolab, δίχως να προδίδονται απ' αυτήν. Εκτός των άλλων, προσκομίζουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά, με τα οποία ο Cox εξηγεί την επιλογή της Laetitia Sadier για τα φωνητικά του κομματιού Quick Canal μέσα απ' το τελευταίο του πόνημα ως Atlas Sound. Παρακάτω, στο "Basement Scene" θα ξεφυλλίσουν ένα retro λεύκωμα με τα ψυχεδελικά στιγμιότυπα των Byrds, αφού προηγουμένως ("Memory Boy") βουτήξουν στην κολυμπήθρα με τα folk rock ύδατα των Waterboys, συνοδεία σαξοφώνου και καμπανιστών κιθάρων. Όλα τα άνωθεν δεν δημιουργούν καμιά αναχρονιστική ηχώ, διότι σφηνώνουν στο σώμα μιας σύγχρονης παραγωγής.
Το πόσο συνεισφέρουν στην ιεραρχική δομή του Halcyon Digest οι μεθυστικές νότες του σαξοφώνου, κάνουν εμφανές τα "Fountain Stairs" και "Coronado". To πρώτο πατάει στα proto punk χωράφια των Velvet Underground, ενώ το δεύτερο εντοπίζεται στο σημείο επαφής του indie garage των 00s (δια στόματος Casablancas) και της βερολινέζικης περιόδου του Bowie. Ότι απέμεινε απ' τις εύθραυστες ατμόσφαιρες των Deerhunter επισυνάπτεται κομψά στην hypnagogic pop του "Earthquake" με τις υπόκωφες κιθάρες και στην ρομαντική chamber pop με shoegaze δόσεις του "Helicopter".
Έπρεπε να φτάσουν στο πέμπτο full length δισκογράφημά τους για να απαλλαγούν απ' την πολυφωνία που έβραζε μέσα στα κεφάλια τους. Πλέον, οι Deerhunter μπορούν να καυχιούνται για ένα ολοκληρωμένο μουσικό έργο, που μπορεί να μην φέρει άνεμο αλλαγής στα όσα έχουμε ακούσει μέχρι σήμερα, ωστόσο τα μέρη του θα κατέχουν μια ξεχωριστή θέση στο tracklist της καρδιάς μας..