Θα μπορούσε το Microcastle των Deerhunter να είναι ένα concept soundtrack του Revolutionary road; Και ναι και όχι.
Πρώτα οι καταφάσεις: Ο Σαμ Μέντες έχει μια καλή παράδοση στην επιλογή μουσικών επενδύσεων για τις ταινίες του. Παρότι επιρρεπής στο στόμφο και τα τραβηγμένα συναισθήματα, χωρίς όμως εκείνη την επιτηδευμένη υπερβολή που ενίοτε κάνει το Χόλιγουντ πιο ενδιαφέρον, θα μπορούσε θεωρητικά να εμπιστευτεί ένα χαμηλού προφίλ δίσκο όπως το Microcastle. Η πιο πρόσφατη ταινία του άλλωστε που επανασυνδέει τον Λεονάρντο ντι Κάπριο και την Κέιτ Ουίνσλετ στο σινεμά, μετά τη βιογραφία του άτυχου παγόβουνου, έχει μια γραμμική ανάπτυξη των συναισθημάτων που τρεις -τέσσερις φορές στο δίωρο φιλμ εκρήγνυνται, σαν διάγραμμα προβληματικού τεστ κοπώσεως.
Έπειτα οι αρνήσεις: Οι Deerhunter είναι πολύ πιο revolutionary από την ταινία του Μέντες. Πιθανώς οι ίδιοι, με τη γενική ανισορροπία που τους δέρνει (η οποία έχει μεταφραστεί σε άπειρες αλλαγές μελών και άλλες περιπέτειες) να αρνούνταν κιόλας μια τέτοια πρόταση. Έπειτα, οι πειραματισμοί τους και κυρίως, οι εξάρσεις στο γενικώς ambient ύφους δίσκο τους είναι πολύ πιο ειλικρινείς από την οσκαρικής στοχεύσεως ταινία. Ούτως ή άλλως, ο Μπράντφορντ Κοξ πείθει πολύ περισσότερο ως αυτοκαταστροφικός χαρακτήρας πίσω από το μικρόφωνο και (κυρίως) διάφορα όργανα των Deerhunter, από ότι οι ντι Κάπριο-Ουίνσλετ ως προβληματικό ζευγάρι της μεσαίας τάξης.
Οι πιθανές ομοιότητες και διαφορές: Οι Deerhunter εντυπωσιάζουν κυρίως στις σπαρακτικές στιγμές τους, όπως και η Κέιτ Ουίνσλετ στην ταινία. Αυτοί όμως δεν έχουν το "βύσμα"να είναι παντρεμένοι με τον σκηνοθέτη, αντίθετα, παίζουν το κεφάλι τους χωρίς προστασία. Το Microcastle είναι ένας δίσκος που τον αδικεί μια και μοναδική ακρόαση, φευγάτη και χωρίς προσοχή. Βέβαια, μια παρατήρηση του ύφους "και ποιος σας είπε ότι η μουσική είναι διάλεξη του Λούκατς" δεν θα ήταν αδικαιολόγητη. Από την άλλη, όσο περισσότερο ακούγεται, τόσο πιο οικείο γίνεται το Microcastle και διώχνει την πρώτη "κάτι μου θυμίζει" εντύπωση.
Το Revolutionary road από την άλλη, δύσκολα βλέπεται πάνω από μια φορά. Παρότι "δοκιμιακού χαρακτήρα" σε κάποια από τα 120 λεπτά του, τις περισσότερες φορές φλυαρεί ακατάπαυστα. Κάνοντας χιαστί συνδέσεις, η τελευταία σκηνή της Γουίνσλετ θα μπορούσε να έχει ηχητική κάλυψη από Twilight carbon lake, ενώ η αντίστοιχη του ντι Κάπριο που ανακαλύπτει ότι η μισθωτή εργασία σκοτώνει την έμπνευση και όταν ο άνθρωπος απελευθερώνεται (ή τουλάχιστον νομίζει ότι το καταφέρνει) γίνεται ξανά δημιουργικός (παρέμβαση από εργοδότες, administrators κ.λπ: Δικαιολογίες τεμπελιάς που ανακαλούν Φίλιππα Συρίγο μετά από λάθος σφύριγμα του Κοτλέμπα: "Μα είναι να γελάει κανείς"), το Saved by the old times.
Εν τέλει. Οι (o) Deerhunter πέτυχαν την απόλυτη απόδοση δημιουργικότητας / χρόνου στον οποίο επετεύχθει. Μέσα σε μια βδομάδα ο Bradfordt Cox και οι υπάλληλοί του έβγαλαν έναν καλό δίσκο. Ο Sam Mendes από την άλλη, μέσα σε κάμποσους μήνες γυρισμάτων, μπλέχτηκε στην προσπάθεια να πει μια απλή, μικροαστική ιστορία με σύνθετο τρόπο.
Ο δίσκος: 7,5
Η ταινία: χμμμμ...