Ήδη ήταν από πολύ νωρίς -μόλις απ' το 2ο δίσκο, πρωτύτερα από κάθε του κρυφό πόθο- που ο Martin L. Gore κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα προγνωστικά και να αναλάβει το μεγαλύτερο συνθετικό μερίδιο της μπάντας. Η οποία δε θα 'μενε για πάντα στον απλό νεορομαντισμό και τα old school σινθεσάιζερ. Τεράστιο καθήκον, σ' έναν κόσμο που για άλλη μια φορά άλλαζε: Οι electro ποπ επιτυχίες γίνονταν δουλειά σου ας ήσουν ντουέτο, αν δεν ήσουν έπρεπε ή να το διαλύσεις ή να πάρεις αποφάσεις.
Ο Gore τις πήρε και πήγε ίσια στην καρδιά του ζητήματος, αν και χρειάστηκε μερικά χρόνια και λίγες αποτυχίες, που όμως πάνω τους οικοδομήθηκε η μεσαία και καλύτερη φάση του γκρουπ, για να ταυτίσει υποδειγματικά τις αλλαγές στο ύφος των τραγουδιών με το συναισθηματικό του κόσμο, να καταφέρει να μην ξεχωρίζει τα μέσα του απ' τα έξω του. Απ' τον τίτλο ακόμη του "Music For The Masses" το χιούμορ παραδέχεται την ειρωνεία κι ο ίδιος απομονώνεται μέσα σε γνώριμα τοπία γράφοντας ωστόσο κομμάτια πιο πυκνά από παλιότερα, τα οποία ηλεκτροδοτούν εις διπλούν το παρόν του songwriting για ευαίσθητους - του τότε και του σήμερα. Και δεν ήταν μονάχα του λόγου του, κι ο David Gahan αντιμετώπισε τη στιγμή που η ερμηνεία του θα 'φτανε στα όριά της, κι επί του πρακτέου τα 'σπρωξε πιο πολύ από κάθε εκτίμηση. Η έμψυχη υποκριτική του δε, κατά τη διάρκεια του δίσκου τον κάνει ήρωα.
Τα περισσότερα τραγούδια εδώ συνιστούν αφετηρίες, είναι από κείνα τα πολύ μεγάλα που 'ρχονται πού και πού για να κουρδίσουν το ρολόι. Τα σινγκλ "Never Let Me Down Again", "Strangelove", "Behind The Wheel", και πιο πέρα, τα άλμπουμ τρακ "The Things You Said", "Little 15", "Nothing" συν το ορχηστρικό-αυλαία. Έτσι απλούστατα κι επιτυχημένα δεν το πιστεύαμε πως θα συμβεί. Επόμενο κι ο δίσκος στο σύνολό του να κερδίζει μία απ' τις κορυφώσεις μιας μπερδεμένης γενιάς με ακμαίο στιλ και να γίνεται δικαίως συμβολικός.