Duo in Concert
Αμφότεροι έχουν αποδημήσει από τον κόσμο αυτό εδώ και πολλά χρόνια, ωστόσο η έκδοση αυτή έχει μια αξία σημαντικότερη από μια αρχειακή καταγραφή για την ιστορία. Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
Όπως έχουμε ξαναδηλώσει άλλωστε η μουσική είναι μαγεία. Όχι δεν είναι μια ρομαντική υπερβολή ή ποιητικούρα της κακιάς ώρας αυτό, διότι το λέω εντελώς κυριολεκτικά. Η μουσική είναι μαγική πράξη. Όλες οι επιστημονικές επεξηγήσεις για το πως δημιουργείται καταλήγουν κλαυσίγελοι. Ούτε για πλάκα δεν μας δίνουν να καταλάβουμε τι είναι η μουσική. Η τέχνη γενικότερα δηλαδή, αλλά ας μείνουμε ειδικά εδώ μόνο στη μουσική. Φαινομενικά είναι πολύ απλό. Βάζεις ήχους στη σειρά και τους συνδέεις σαν παζλ. Και όντως πρακτικά έτσι είναι. ‘Άντε όμως να εξηγήσουμε τώρα τι είναι αυτό το ρίγος, η συγκίνηση, η ηδονή που νιώθουμε με κάποιες από αυτές τις ροές ήχων, αφού δεν φτάνει να γίνεις τέλειος δεξιοτέχνης, να βάζεις ολόσωστα στη σειρά τους ήχους. Η μαγεία δεν επιτυγχάνεται από αυτό και μόνο. Πρόκειται για μια συγκίνηση βαθιά, αφηρημένη, απρόσμενη που προκαλείται από τον ήχο αυτόν καθαυτό και όχι από τα περί αυτού στοιχεία. Όχι δηλαδή τις ιστορίες, τους στίχους, τις μνήμες με τα οποία αυτός ο ήχος διακοσμείται. Παίζουν βέβαια και αυτά τον ρόλο τους, αλλά καταρχάς ο ήχος από μόνος του είναι αυτός που πρέπει στη μουσική να λειτουργεί… να μαγεύει. Ο ήχος γίνεται μαγεία μέσα από την τριβή με την ακουστική εμπειρία. Με τον τρόπο που ο ήχος γίνεται κτήμα μας και μετατρέπεται σε αρμονία μέσα στο μυαλό μας χωρίς πια καν να το προσπαθούμε.
Derek Bailey. Δεκαετίες ασταμάτητου παιξίματος και εμπειρία βαθιά τον μετέτρεψαν σε έναν από τους αρχιμαγίστρους αυτής της πρακτικής μαγείας, της τεχνικής της υπερβατικής ποιητικής. Που απορρίπτει ότι δεν έχει σχέση με τον καθαρό, αφηρημένο ήχο. Τον πλάθει τον ήχο, τον επεξεργάζεται επιτόπου, τον μετατρέπει από μόνο του σε μουσική, σε μαγεία. Από νωρίς ο Bailey κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για να την προκαλέσει αυτή τη μουσική μαγεία, όσο πιο καθαρά, δυναμικά και έντονα, έπρεπε να αφαιρέσει συνειδητά και με αυστηρή πειθαρχία ότι δεν έχει σχέση με τον ήχο. Όλες τις τυποποιημένες πρακτικές και τεχνικές που είναι εγχειρίδια για τον ήχο και όχι ήχος, όλα τα συγκεκριμένα και συνηθισμένα θέματα και διατυπώσεις. Δεν απέρριπτε βέβαια τον ρυθμό, τη μελωδία και σίγουρα την αρμονία όπως πολλοί μπορεί λανθασμένα να νομίσουν. Απλά τα προκαλούσε εκ νέου, πέρα από τα κλισέ.
Ο Derek Bailey ήταν (έχει πεθάνει εδώ και αρκετά χρόνια) ένας από τους σπουδαιότερους κιθαριστές του 20ου αιώνα και δυστυχώς ακόμα δεν έχει την αναγνώριση που του αρμόζει. Στον ειδικό κύκλο των μουσικόφιλων της αυτοσχεδιαστικής μουσικής σαφώς και έχει αναγνωριστεί, αλλά ακόμα κι εκεί μερικές φορές μου δίνεται η εντύπωση ότι αντιμετωπίζεται ως ένα παράδοξο, ως μια εξωτική και αξιοπερίεργη περίπτωση που ίσως και να μην είναι ακριβώς κατανοητή. Κι όμως ο Bailey, ο άνθρωπος που πιο πολύ από κάθε άλλον και με τον πιο απλό και ουσιαστικό τρόπο άδειασε τη μουσική από τα σκουπίδια της, θα έπρεπε να είναι ήδη γνωστός σε περισσότερους. Όπως είναι ας πούμε γνωστός ο μεγάλος Segovia.
Αλλά ας μπούμε στο κυρίως θέμα που είναι ένας συγκεκριμένος δίσκος, ο οποίος μάλιστα ακούγεται τώρα για πρώτη φορά. Ζωντανές ηχογραφήσεις με τον σπουδαίο jazz drummer Paul Motian.
Όλοι όσοι έπαιξαν ποτέ με τον Bailey γνώριζαν με τι είχαν να κάνουν όταν χρειάστηκε να παίξουν μαζί του (όχι ότι δεν τους άρεσε κιόλας). Έπρεπε να ξεχάσουν τα πολύ συγκεκριμένα concept. Να παίξουν αυτό που είναι ο καθένας, αυτό που ήδη παίζουν και ξέρουν αλλά παντελώς ελεύθερα, παντελώς ανοιχτά, έξω από φόρμες συνηθισμένες και προδιαγεγραμμένες συνθέσεις και πορείες. Με αποτέλεσμα, οι διαφορετικές κάθε φορά συνθήκες και το ειδικό, ξεχωριστό δέσιμο των όποιων παικτών μεταξύ τους, με το ειδικό προσωπικό του… άρωμα ο καθένας, να δίνουν ένα εντελώς νέο έργο.
Και εδώ συμβαίνει αυτό. Ένα νέο έργο για κιθάρα και τύμπανα. Ένα αναπάντεχο ποιητικό στιγμιότυπο που καθόλου δεν πειράζει που δεν έχει ηχογραφηθεί πολύ καθαρά. Ίσως μάλιστα να είναι και μια από τις λίγες περιπτώσεις που αυτό μπορεί να είναι και καλό. Σαν μια αρχαία πατίνα που αφήνει και αυτή το αισθητικό της αποτύπωμα πάνω στο έργο και ενισχύει την πολυτιμότητά του. Το ίδιο το έργο αποπνέει κάτι μυστήριο μέσα από την απλότητα και τη φαινομενική (ή και όχι τόσο) αδιαφορία για την πολυπλοκότητα και τον εντυπωσιασμό.
Ουσιαστικά μιλάμε για δύο διαφορετικά live, ένα στο Groningen της Ολλανδίας και ένα στην Νέα Υόρκη. Αναγνωρίζουμε το διάφανο παίξιμο του Paul Motian, ενός μουσικού που δεν ενδιαφέρεται να μεταχειριστεί τα τύμπανα ως μηχανές θορύβου αλλά ως ευαίσθητα όργανα παραγωγής ρυθμικών σχημάτων. Φυσικά τίποτα δεν τον αποθαρρύνει με τον τρόπο που παραδίδεται στην «άφεση» και την ανοιχτωσιά. Δεν έχει κανένα πρόβλημα με τον ολοκληρωτικά ελεύθερο αυτοσχεδιασμό κι ας μην τον έχουμε συνηθίσει σε τέτοιες καταστάσεις. Είναι ισότιμος με τον Derek Bailey.
Μέσα στις εκατοντάδες ηχογραφήσεις που ευτυχώς μας άφησε o Derek, κάποιες, όχι λίγες, είναι πραγματικά συναρπαστικές. Πάντα διακρίνεις κάτι σημαντικό σε όλες. Γιατί το χειρότερο που μπορεί να κάνει ένας μεγάλος καλλιτέχνης, έχει και αυτό κάτι. Κάτι καλό. Όμως εκεί που ο Derek με οποιονδήποτε συνεργάτη κάνει το καλύτερο που μπορεί, έχουμε να κάνουμε με το ανεξήγητο. Με τη λεπτότητα των σχέσεων, με τις λεπτομέρειες, με τα μικρά πράγματα να έχουν μεγάλη σημασία χωρίς σχεδόν καθόλου επιτηδευμένη προσπάθεια. Αυτό γίνεται εδώ. Ένα υπέρπυκνο έργο, με πολύτιμες και διάφανες λεπτομέρειες, μικροτόνους και ασταμάτητους ρυθμούς που βγαίνουν σαν αέρας. Σαν ανάσα. Με τρόπο οπωσδήποτε μαγικό.