How to Replace It
Ότι κι αν κάνεις τελικά, το παρελθόν σου είναι εκεί ως μέτρο σύγκρισης. Δικαίως ή αδίκως... Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Δε χρειαζόταν να έχεις προφητικές ικανότητες για να δεις τι έρχεται. Από τη μια το βάρος των καταπληκτικών τεσσάρων πρώτων κυκλοφοριών τους σε συνδυασμό με τη δεκαετή απραξία και από την άλλη η εμφάνισή τους πέρυσι το καλοκαίρι στην πλατεία Νερού, έμοιαζαν εξαρχής ψηλά εμπόδια για να υπερπηδηθούν.
Δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι το “How to Replace It” είναι ένας κακός δίσκος; Μα, και βέβαια, όχι. Είναι όμως, μάλλον αναπόδραστα, η αναμενόμενη φθίνουσα συνέχεια των “Vantage Point”, “Keep You Close” και “Following Sea”. Και ποιος το λέει αυτό; Ένας τύπος που έψαξε οποιαδήποτε μη επίσημη κυκλοφορία τους στην Αμβέρσα και τρελάθηκε που κανείς υπάλληλος δισκοπωλείου δεν τους γνώριζε, που βλέπει συχνά τη φωτογραφία του με τον Tom Barman στα καμαρίνια του Fuzz, που έβγαλε το “Pocket Revolution” από το cd player μετά από τριψήφιες ακροάσεις χωρίς να ακούσει τίποτα απολύτως ενδιάμεσα και που θεωρεί, εκτός από αυτό, τα άλμπουμ “Worst Case Scenario”, “In a Bar, Under the Sea” και “The Ideal Crash” ως μερικά από τα σημαντικότερα των ‘90s.
Προσπαθώντας ο Tom να οριοθετήσει τη νέα κυκλοφορία τους δήλωσε ότι «Δε θέλεις να επαναλαμβάνεσαι, αλλά έχεις ένα στυλ. Θέλεις να δοκιμάσεις νέο υλικό και να αντιδράσεις σε ο,τιδήποτε φαίνεται καινούργιο αυτή τη στιγμή». Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου Tom, άλλωστε αυτό κάνετε εδώ και τόσα χρόνια, μόνο που στο “How to Replace It” η προσπάθειά σας να αντικαταστήσετε τον παλαιό ήχο, δυστυχώς δεν έχει την ψυχή που είχαν οι προηγούμενες. Ούτε και όση έμπνευση χρειάζεται για να την εντάξεις πανηγυρικά στο εξαιρετικό art-rock που μας έχετε συνηθίσει. Όχι πως υπήρχε περίπτωση να ξεχνούσαμε το παρελθόν, αλλά ήρθε κι αυτό το “Selected Songs 1994-2014” και αναβίωσε τις μνήμες, κάνοντας το έργο σας ακόμα πιο δύσκολο.
Αδιαλείπτως παρόντες εξακολουθούν να δηλώνουν ο Tom Barman, που κρατά τα φωνητικά του σε φόρμα, και ο Klaas Janzoons, με τα λοιπά γνώριμα μέλη από το παρελθόν να έχουν επιστρέψει. Αυτή τη φορά, λόγω πανδημίας, οι ηχογραφήσεις προέκυψαν πιο στοχευμένα απ’ ό,τι στο παρελθόν, μέσα από καλά προετοιμασμένα jams και πήραν την τελική τους μορφή από τον Adam Noble (Placebo, Coldplay, Starsailor, Biffy Clyro, Liam Gallagher, Yeah Yeah Yeahs). Κι όσο αντιπροσωπευτικός της μπάντας ακούγεται ο ήχος, άλλο τόσο -δηλαδή ασυνήθιστα πολύ- μοιάζει αποστασιοποιημένος από το πρώτο συνθετικό της art-rock που ανέκαθεν τον εξειδίκευε.
Το φερώνυμο εισαγωγικό τραγούδι μας κρύβει προσωρινά τη νέα οπτική, κλείνοντας το μάτι εμφανώς στο “The Architect”, με τον Tom να τραγουδά μέσα από επικά τύμπανα “We don’t know what we have until it’s gone”. Λέτε αυτός να είναι στίχος αυτογνωσίας; Καθόλου συγκεκαλυμμένες είναι οι όμορφες ματιές στη δεκαετία του ’80, με κορυφαία αυτή του νοσταλγικού “1989”, αλλά και του “Faux Bamboo”. Στοιχεία από τα ‘70s του Elton John έχει η μπαλάντα “When Love Breaks Down”, ενώ το παρελθόν τους επιχειρεί να εκπροσωπηθεί από το single “Must Have Been Now”, το “Man of the House” και το “Why Think It Over (Cadillac)”, που θυμίζουν αλλά δε φτάνουν τα στάνταρντ που μας έχουν συνηθίσει. Κατά τα λοιπά, τραγούδια όπως το “Pirates” και ο τραγουδισμένος στα γαλλικά επίλογος “Le Blues Polaire” δεν είναι καθόλου άσχημα, αλλά μοιάζουν καταδικασμένα να ξεχαστούν πριν καλά - καλά μας συστηθούν.
Αν ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, τότε σκεφτείτε τι ελπίδες υπάρχουν όταν στη θέση του καλού υπήρξε το κάλλιστο.