Λοιπόν αγαπητοί αναγνώστες, δύο ερωτήματα έχω να σας θέσω!
Πρώτον: Σας αρέσει τα τραγούδια που επιλέγετε προς τέρψιν σας να εμπεριέχουν ένα σωρό ααααααά, ουουουουουού, αούα, μμμμμ και λοιπές επιφωνηματικές τραγουδιστές μελωδίες; Αν ναι, εδώ είστε!
Δεύτερον: Είστε από αυτούς που δεν θεωρούν την ηχητική ομοιογένεια απαραίτητο συστατικό ενός άλμπουμ, αλλά αντιθέτως, συναρπάζεστε από την ανέμελη περιδιάβαση των μουσικών ειδών; Αν πάλι ναι, πάλι εδώ είστε!
Τόσο στη μία περίπτωση όσο και στην άλλη, ο τρελιάρης, σανδαλοφόρος κύριος εκ Τέξας, φρόντισε με το νέο του πόνημα να υπερβεί εαυτόν.
Από τις ένδοξες μέρες του Jonathan Richman είχα ν' ακούσω τόσες πολλές "φωνούλες" σε τραγούδια, να ακολουθούν τη μελωδία ή να της ανοίγουν οι ίδιες δρόμο. Άλλοτε από τον ίδιο, άλλοτε από εκλεκτούς καλεσμένους ή λοιπούς συντελεστές. Τι να πω, αν παίξετε το δίσκο και δεν σας κάνει εντύπωση, μάλλον πρέπει να αρχίσω να ανησυχώ για τα σημεία που διαλέγει να εστιάσει ο εγκέφαλός μου...
Τώρα όσον αφορά την πολυσυλλεκτικότητα των ήχων, δεν είναι κάτι που σοκάρει γνωρίζοντας την δημιουργική ελευθεριότητα του κύριου Banhart, ξαφνιάζει όμως ευχάριστα, πηγαίνοντας τον ακροατή αρκετές δεκαετίες πίσω, όταν βάζοντας ένα βινίλιο (τότε) στο πικ-απ δεν ήξερες, στην κυριολεξία, τι θα σου ξημερώσει. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο αθεόφοβος σουλατσάρει από το ένα είδος στο άλλο, δίχως αυτό να ενοχλεί καθόλου, αφήνοντάς σε μερικές φορές να ψάχνεσαι, όπως στην περίπτωση του "Saved" π.χ. όπου δημιουργεί μια αρκετά καλή Dylan-ικών προεκτάσεων γκοσπελιά! Να πω ότι το περίμενα, ψέματα θα πω.
Στο δε "Seahorse" (σίγουρα στα δύο-τρία καλύτερα του άλμπουμ) σου έρχεται στο μυαλό η κακή λέξη που αρχίζει από pro- και τελειώνει σε -gressive μιας και στα 8.02 λεπτά που διαρκεί (πρώτη ένδειξη), παρελαύνουν κλασικοροκίζουσες μελωδίες, ψυχεδελοτζαζιές με στακάτο rhythm section και γκρουβάτο όργανο, φολκ φλάουτα, διφωνίες, τριφωνίες, χορωδιακά φωνητικά και ένα χαρντροκάδικο τελείωμα που είναι όλα τα λεφτά. Πραγματικά μεγάλο κομμάτι (και στο όνομα και στη χάρη)!
Κατά τ' άλλα, το μαγαζί έχει και κεφάτη tropicalia (Carmencita) και αξιοπρεπές, φευγάτο dub (The other woman) και το απαραίτητο Bolan-ικό χιτάκι (Lover), με το βλέμμα περισσότερο στους T και όχι στους Tyrannosaurus Rex αυτήν τη φορά. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει επίσης, στην ανακατασκευή ενός εβραϊκού κομματιού (Shabop Shalom) σε μελιστάλαχτο doo-wop, με τη συμμετοχή του Nick Valenci των Strokes. Μεγάλες στιγμές... Αλλά και το πανέμορφο "Seaside" καταφέρνει επακριβώς να μεταφέρει το feeling του ονόματός του. Ίσα που ακούς και το κυματάκι... Βέβαια τελειώνοντας, μας προβληματίζει λέγοντας πως θα πεθάνει από μοναξιά στο τόσο σοφά απέριττο "My dearest friend", σιγά όμως μην τον πιστέψουμε, πάλι κάποιο από τα τερτίπια του θα είναι.
Εν κατακλείδι, μια και κάτι ώρα απολαυστικής μουσικής που αν είχε περιοριστεί στα περίπου 45 λεπτά, θα μιλούσαμε για αριστουργήματα κ.λπ. Δεν πειράζει όμως, ας είναι κι έτσι. Ο Devendra έχει όρεξη να πει πολλά, είναι αποδεδειγμένο. Αν όμως του κόψεις τον ειρμό, με σκοπό να τον περιορίσεις στα ουσιώδη, θα χάσεις και αυτά που πραγματικά αξίζουν. Διαλέγεις και παίρνεις.