The thousandfold epicentre
Η Sympathy for the Devil για χιλιοστή φορά στο επίκεντρο. Του Άρη Καραμπεάζη
Εδώ και αρκετά χρόνια η μουσική σταμάτησε στο Έμπολι, ως γνωστόν, και έκτοτε κάνει γύρους ανά την υφήλιο για να επιστρέψει και πάλι εκεί. Με κυκλοφορίες σαν και αυτή έχουμε την ευκαιρία και εμείς εδώ να διαπιστώσουμε πως ό,τι αναμασάται δεν είναι μόνο ο μεταπάνκ ήχος της αγαπημένης δεκαετίας, ούτε καν οι minimal wave ασημαντότητες που βρήκαν επιτέλους το δρόμο της επιφάνειας. Αναμασώνται, ανακυκλώνονται, αναβιώνουν και επιβιώνουν πλέον τα πάντα. Και οι Devil's Blood το επιβεβαιώνουν χωρίς ούτε να αναμασούν, ούτε να ανακυκλώνουν, ούτε (κατά τους ισχυρισμούς τους αυτό) να αναβιώνουν κάτι. Για όσους έχουν τυχόν χάσει επεισόδια, οι αμέσως προηγούμενοι υπερήρωες της υπόθεσης ήταν οι Σουηδοί Ghost, τους οποίους αρκεί να τους δεις για να τους πιστέψεις, και αρκεί να τους ακούσεις για να δυσπιστήσεις απέναντι τους.
Στη δεύτερη μακράς διαρκείας κυκλοφορίας τους (υπάρχουν και αρκετά EP και ένα πρώτο με το οποίο άμεσα ακούστηκαν και συζητήθηκαν αρκετά), οι Ολλανδοί retro metallers (παραδοξολογία, θα πουν μερικοί) κάνουν τεράστια βήματα προόδου και αυτό δεν είναι καθόλου κλισέ. Το σατανικό τους ροκ αυτή τη φορά πείθει επαρκέστατα, όχι τόσο για τις σατανικές, όσο για τις μουσικές του προθέσεις και δυνατότητες. Παρότι στο προ διετίας 'The Time Of No Time Evermore' τα συστατικά ήταν πάνω κάτω τα ίδια (ατόφια 70s ροκ αισθητική και κυρίως ανάπτυξη των συνθέσεων, θεματολογία επικεντρωμένη σε ανησυχίες του μεταφυσικού και του οξαποδώ και μπόλικη νοσταλγία για μουσικές κατακτήσεις, που έφτασαν να θεωρούνται πασέ και ήρθε η ώρα να εκδικηθούν), εδώ η συνταγή δένει και το τελικό αποτέλεσμα δεν αφήνει την επίγευση του αναπαλαιωμένου, αλλά του επίκαιρα παλαιού. Σε απλούστερα ελληνικά πάντως, το προηγούμενο άλμπουμ υπέφερε από μία mainstream rock παραγωγή, που πλέον υποχωρεί όχι προς χάριν μιας πολτοποιημένης σύγχρονης 'ροκ' παραγωγής, αλλά για ένα ηχητικό αποτέλεσμα που τεχνηέντως ή μη ανασύρει μνήμες εποχών που στα studio δεν υπήρχαν υπολογιστές, αλλά πάρα ταύτα υπήρχαν ηχολήπτες, μηχανικοί και κατόπιν ρημάστορες, με μυαλό που έκοβε.
To άλμπουμ ξεκινάει εντυπωσιακά, καθώς ό,τι έχει τυπωθεί στις δύο πρώτες από τις τέσσερις συνολικά πλευρές της βινυλιακής κυκλοφορίας είναι ανησυχητικά εξαιρετικό, για εμάς που δεν θα έπρεπε να μας συγκινεί μια βαρειά εκδοχή των Jefferson Airplane, των Jefferson Starship και λοιπών άλλων συνονόματων τους. Μπόλικο groove και αξιόπιστα ηρωικές κιθάρες, που ηθελημένα καταπονούνται σε σημείο που να μην ξεσπάσει κανά rock'n'roll πανηγύρι, που δεν θα μπορούν να το ελέγξουν μετά. Παρακάτω η ψυχεδέλεια, το μακροσκελές των κάθε είδους αφηγήσεων και η προσομοίωση της λιτανείας θα πάρουν το πάνω χέρι, όλα όμως γίνονται προς όφελος και όχι εις βάρος του ακροατή, ο οποίος στο τέλος -θέλει δεν θέλει- θα παραδεχτεί ότι τελικά είχε να κάνει με έναν ψυχωμένο δίσκο, ανεξάρτητα με το που πουλήθηκε η ψυχή για να έρθει η έμπνευση. Η έλευση αυτής μετράει.
Κοινώς, ανεβαστικό hard rock με αναιδώς γενναίες ερμηνείες από την τραγουδίστρια του σχήματος, που κάτω από το ψευδώνυμο F. The Mouth Of Satan περιφέρεται ανάμεσα σε σκιές, το παίρνει απόφαση ότι δεν θα ξαναδεί το φως και εν γένει ταλαιπωρείται από διάφορα στοιχειά και στοιχεία. Στο Cruel Lover χτυπάνε μια pop φλέβα που αν τυχόν αποδειχτεί ανεξάντλητη στη συνέχεια, δύσκολα θα σωθούν ξανά από δεκαπεντάλεπτα τραγούδια, όπως το Feverdance, στα οποία επιχειρούν να συνοψίσουν τα πάντα γύρω από το όραμα τους και να προγκρεσιβίσουν εκεί που κανείς δεν δείχνει να το έχει ανάγκη. Και πάλι όμως ο αρχηγός ξέρει που πρέπει να προτάξει ένα καλό ριφ αντί για ένα ακόμη σόλο, και αυτό δεν είναι διόλου ασήμαντο.
Το όραμα λοιπόν ανήκει βασικά ανήκει στον αρχηγό- Selim Lemouchi, κιθαρίστα, συνθέτη και εμπνευστή της ιστορίας Devil's Blood, ο οποίος μαζεύει στην πορεία μουσικούς για να τους ανεβάσει στη σκηνή λουσμένους στα ψεύτικα αίματα και φέρεται να χειραγωγεί το ταλέντο και τις ικανότητες της F. βάσει των εκάστοτε προθέσεων του (αλλά αυτά αν θέλουμε τα πιστεύουμε). Με μπόλικη προϊστορία σε διάφορα metal παρακλάδια, με όψη ροκά παλαιάς κοπής και με ύφος αυστηρό και απόλυτο όταν καλείται να εξηγήσει ποιοι είναι και τι πρεσβεύουν οι Devil's Blood. Οι στίχοι του (τραγουδισμένοι κατά τα ανωτέρω σε Α' πρόσωπο για λογαριασμού του ακατανόμαστου) παρουσιάζουν έναν Διάβολο παράταιρο για αυτό τον κόσμο, μάλλον αντιδραστικό και τελικά επαναστάτη, που περισσότερο ενδιαφέρεται να διαχωρίσει τη θέση του, παρά να εδραιώσει την κυριαρχία του. Και κάπως έτσι εμένα μου φάνηκε περισσότερο συμπαθής. Ο Διαβολάκος, με τη βαριά γυναικεία φωνή!
Ευτυχώς βέβαια που η μουσική του είναι περισσότερο πειστική από τις εξηγήσεις στις συνεντεύξεις, αλλά και από τους στίχους, που -για να τα λέμε και όλα- αιθεροβατούν ανάμεσα στο σοβαροφανές και στο καλά οργανωμένο, έστω και υπόγειο, marketing. To άλμπουμ άλλωστε πρόκειται να κυκλοφορήσει στην Αμερική αυτές τις μέρες και το μεγάλο στοίχημα για το ψυχεδελικό occult rock του Lemouchi δεν είναι το αν πείσει για το ειλικρινές των προθέσεων του, αλλά αν θα μπορέσει να αποτελέσει το επόμενο μεγάλο χτύπημα του underground metal στα mainstream ακροατήρια. Ο τρόπος και οι μέθοδοι που εκτός των άλλων στήνει και την μουσική του, δείχνουν ότι κάθε άλλο παρά αδιάφορος είναι μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο.
Πριν όμως γίνουν μεγάλοι και τρανοί, οι Devil's Blood του early 2012 παραμένουν ακόμη (με νύχια και με δόντια) μία mouth to mouth υπόθεση, έχουν πάντα τη στήριξη των τεράστιων Watain, πλέον όμως κερδίζουν καθημερινά ολοένα και πιο έντονα την παραδοχή και του παραδοσιακού metal τύπου σε σχεδόν καθολικά διεθνές επίπεδο. Την Κυριακή 22 Γενάρη εμφανίζονται στο Κύτταρο, στην Αθήνα, σε μια διοργάνωση από το εξειδικευμένο δισκοπωλείο Bowel Of Noise (που διανέμει και το άλμπουμ εντός συνόρων) και εγώ προσπαθώ να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που το αγαπημένο μου δισκοπωλείο έφερε για live την αγαπημένη μου μπάντα. ΟΚ, ευτυχώς κάτι μου ήρθε στο μυαλό... (Coil, φυσικά!).
[Προσοχή, ο δίσκος περιέχει μπόλικες "γέφυρες" αλά Uriah Heep (κάτι έχουμε πάθει τελικά, μας ψεκάζουν!)]