Ποια να είναι άραγε η ειδοποιός διαφορά που θα οδηγήσει τους ντενβεριανούς Devotchka σε ένα μεγαλοπρεπές οχτώ (8), ενώ προ καιρού ευτέλισε χωρίς έλεος τις φαινομενικά ανάλογες προσπάθειες των Gogol Bordello, που πολύ τους συμπαθείτε και καλά κάνετε που δεν σταματάτε να διαμαρτύρεστε, ακόμη και με υβριστικές διαθέσεις πολλοί από εσάς.
Από τις αρχές τις δεκαετίας που τους γνωρίσαμε υπήρξαν απόλυτα συμπαθείς οι Devotchka. Δε λέω γοητευτικοί, που είναι ο πιο ανόητος χαρακτηρισμός για ένα συγκρότημα. Λίγο η παραγωγή του Bob Ferbache στο ντεμπούτο τους Supermelodrama, σε μια εποχή που μας έτρεχαν τα σάλια για οτιδήποτε σχετιζόταν με τους Sixteen Horsepower, λίγο το καμπαρέ μελόδραμα προς το οποίο είμαστε αιωνίως αφοσιωμένοι και αρκετά περισσότερο η τάση τους να παίζουν με τους ήχους και τις τεχνικές ηχογράφησης, με τον τρόπο που το έκαναν τα κλασικά της ποπ/ ροκ γραφής συγκροτήματα στο παρελθόν... καθιερώθηκαν ως μία μπάντα που δίνει σημαντική μουσική και δεν αρκείται σε πρόχειρα αποτελέσματα.
Οπότε ασφαλώς και δεν μοιράζονται τίποτε κοινό οι Devotchka με ψευδοπάνκ τσαρλατάνους και άλλους εθελούσιους εθελοντές στη μουσική πολιτογράφηση των Βαλκανίων. Από τις έγχορδες πόλκες του Comrade Z μέχρι την εξαρχής απογείωση του Basso Profundo στην απόλυτη συνέπεια του δραματικού Strizzalo. Χωρίς να κοπιάρουν, να αναδιπλώνουν ξένες ιδέες και να ξαναζεσταίνουν φαγητά που έληξαν από χρόνια.
Το A mad and faithful telling θα μπορούσε να είναι πιο άγριο, πιο πρωτόγονο και πιο σκοτεινό μέσα σε ένα ηθελημένα δυσπρόσιτο ηχητικά περιβάλλον φτιαγμένο και προορισμένο για μειοψηφικά ακροατήρια. Όντας όμως, φιλικό προς τα καταραμένα ανυποψίαστα ακροατήρια καταλήγει να είναι μία ιδανική γραμμή υπεράσπισης για τη θεωρία περί σύζευξης του ροκ με τις κατά τόπους, χρόνους και θεσμούς παραδοσιακές μουσικές, που συνήθως προσκρούει και τσακίζεται στην έλλειψη αληθινής γνώσης για την παράδοση και πραγματικού ταλέντου για το ροκ.
Με οργανική ποικιλία και με τα φωνητικά του Nick Urata να αποφεύγουν επιμελώς υπερβολές και ποζαρισμένες εξάρσεις πάθους, οι Devotchka μοιάζουν να κατέχουν το αντικείμενό τους όχι ως προϊόν έρευνας, αλλά ως γνήσιας αφοσίωσης. Μπόλικα ακορντεόν, μαντολίνα και ευτυχώς όχι μπουζούκια αυτήν τη φορά (αν ακούω καλά) υπηρετούν και καθοδηγούν αυτήν την αφοσίωση.
Μειώνουν την ισπανική επίδραση και απομακρύνονται από το σκόπελο των Calexico του σήμερα, μπερδεύουν έξυπνα τις ακόμη περισσότερες επιρροές τους και καταλήγουν στο να αποκτούν το δικό τους ήχο. Που είναι ο ιδανικός προορισμός για οποιοδήποτε συγκρότημα ή καλλιτέχνη αποφασίζει να ξεκινήσει τη μουσική του πορεία από αφετηρίες που έχουν κλείσει τον κύκλο τους, γνώρισαν την ακμή και την παρακμή τους κ.ο.κ., όπως είναι οι παραδοσιακές μουσικές.
Πολύ περισσότερο από τους ιδανικά εναλλακτικούς Los Lobos που δεν πρόλαβαν να "καούν" στη δίνη μιας ανεξέλεγκτης επιτυχίας, οι Devotchka με το ντεμπούτο τους άλμπουμ στη σημαντική Anti- records με έδρα το Los Angeles και ισχυρό όπλο αυτόν τον καιρό την υπεράσπιση του Nick Cave στην Αμερική, εξελίσσονται στο γνήσια εναλλακτικό alter ego των Arcade Fire, που αντί να αναλώνεται στα decibel των σταδίων αφουγκράζεται με ολοένα και μεγαλύτερη ειλικρίνεια το πραγματικό νόημα κάθε ξεχωριστής νότας.